Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Ξεχασμένοι στον Πλανήτη "Έλλειψη Επαφής"


Ξύπνησε με την αίσθηση των φιλιών της από το προηγούμενο βράδυ ακόμη στο σβέρκο του. Ή ίσως ήταν απλώς το άρωμά της. Εκείνη είχε ήδη σηκωθεί από το κρεβάτι, είχε φύγει από το σπίτι. Είχε αποφύγει να τον ξυπνήσει. Ένα βραδινό καρδιοχτύπι, το οποίο ακολουθούσε ένα πρωινό κενό. Κενό το μισό του κρεβατιού, του τραπεζιού του πρωινού, του σπιτιού. Άχρωμος ο καθρέφτης, άσκοπο το χαμόγελο, ατάραχο το βλέμμα. Αυτό φοβόταν: μην συνηθίσει στο κενό και στο μισό, μην μείνει ατάραχος μπροστά στην αταραξία των άλλων και τις ελλείψεις της εποχής. Στη σκέψη και μόνο, άρχισε να καρδιοχτυπά. Τουλάχιστον, είχε ακόμη τον έλεγχο των σκέψεών του, μπορούσε να ορίζει τα συναισθήματά του -όσο ορίζονταν. «Έχω χρόνια να κάνω σχέση, σχεδόν έχω ξεχάσει πώς είναι» του είχε πει λίγες μέρες πριν, λες και θέλει μνήμη η ψυχή και το σώμα για να αφεθούν, λες και έπρεπε να θυμάται τους «κανόνες» της σχέσης για να σχετιστεί. Ας το παραδεχτούμε, ήταν μια πρώτη άρνηση, είπε στον εαυτό του, παρόλο που και ο ίδιος είχε ξεχάσει ακόμη και τα τυχαία αγγίγματα. Εντάξει, ίσως δεν είχε νόημα να τον ξυπνήσει. Εξάλλου, εκείνος δεν ξυπνάει ποτέ πολύ νωρίς τα πρωινά.  
(Εκείνη δεν είχε ξεχάσει πώς να κάνει σχέση. Να αφήνεται είχε ξεχάσει. Είχε επιλέξει να μείνει προστατευμένη για καιρό, με το ένα πόδι έτοιμο να κάνει μεταβολή και να φύγει. Πάντα έτοιμη να βάλει τελεία στα μισά της πρότασης. Ετοιμοπόλεμη, ποτέ "ετοιμοπαράδοτη". Τον τελευταίο χρόνο δεν είχε χρειαστεί καν να προετοιμαστεί για καμία μάχη. Θυμήθηκε, όταν πριν ξεκινήσει το "κακό", κάποιος γνωστός, πάνω σε μία κουβέντα, της είχε πει ότι ήταν πολύ ρομαντική –και το είχε πει σαν να ήταν το μεγαλύτερο ελάττωμα που μπορούσε να έχει κανείς. Θυμάται ότι για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερε τι να του απαντήσει, σχεδόν αισθάνθηκε υποχρεωμένη να πει «όχι, δεν είμαι!», λες και θα της απαγορευόταν η είσοδος στις σχέσεις των "μεγάλων", των μη ρομαντικών, των «σωστών». Αναρωτήθηκε στιγμιαία πώς πέρασε αυτός ο ένας χρόνος για εκείνον). 

Είχε νόημα, όπως κάθε μοίρασμα. Είχε νόημα το χθεσινοβραδινό αγκάλιασμα, τα φιλιά που αισθάνονταν ακόμη. Είχε νόημα η ύπαρξη του ενός στη ζωή του άλλου, είχε όμως φόβο πολύ, είχε νευρικότητα, ανασφάλεια, αβεβαιότητα. Εκείνος αισθανόταν αποδυναμωμένος από τη δυναμική της, σχεδόν "ψαρωμένος" ενίοτε, προτιμούσε να παριστάνει τον άνετο, επιμελώς αδιάφορο, ακόμη και στα νάζια της, άλλωστε καιρό η ουσιαστική επαφή είχε πάψει να φαίνεται σαν στέρηση, αλλά σαν πραγματικότητα. Σαν κάτι κανονικό. Εκείνη, σχεδόν πεπεισμένη για την προσωρινότητα κάθε επαφής, μετρούσε αντίστροφα στον χρόνο που του έδινε αφού "αλλιώς το είχε φανταστεί, κι αλλιώς το πράγμα της προκύπτει". Ξεχνούσαν πως ακόμη και η γνωριμία τους, μέρα με τη μέρα, ήταν μία έκπληξη. Κάθε μικρή ή μεγάλη ανακάλυψη του εαυτού τους αλλά και των εαυτών τους μαζί, ήταν μια έκπληξη. Εκείνοι όμως, φοβισμένοι, ξεχασμένοι στον πλανήτη Έλλειψη Επαφής, έναν χρόνο τώρα, ήταν στο κενό, κάπου ανάμεσα στο μαζί και το χώρια, στη φαντασία και τον κυνισμό, στο "ναι" και στο "όχι". Αιωρούμενοι, αβέβαιοι, κρατημένοι από τη μία στην επιθυμία τους να μην έχουν ανάγκη κανέναν –και να το καταφέρνουν!- και από την άλλη στην επιθυμία τους να τα δοκιμάσουν όλα, σαν να μην τα έχουν ζήσει ξανά, κι ας εξαρτηθούν για πάντα από αυτά. Φοβισμένοι και παθιασμένοι. Δειλοί και θαρραλέοι.
(Ούτε ο φόβος, όμως, ούτε η δειλία ήταν το πρόβλημα στον Πλανήτη Έλλειψη Επαφής. Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς επαφές, με αποστάσεις και κλεισμένες πόρτες, χωρίς μουσική και χορό, χωρίς Τέχνη και απόδραση, χωρίς τη λέξη "παρέα" στο λεξιλόγιο, χωρίς αγκαλιές και "κάτσε να σου βγάλω μία τρίχα από το πρόσωπο", χωρίς χειραψίες και χάρτες ταξιδιωτικούς στην τσάντα, χωρίς δίσκους γεμάτους μεζέδες και πλατείες κινηματογράφων και θεάτρων γεμάτες περιέργεια και δίψα, χωρίς ορμή, δεν έχουν νόημα ούτε καν αυτά τα συναισθήματα. Ακόμη κι ο φόβος που ζούμε τόσο καιρό μαζί του, δεν είναι ο φόβος που ξέραμε. Κι εμείς τα θέλουμε τα συναισθήματα αυτά όπως τα ξέραμε. Όλα τα συναισθήματα.
Τα θέλουμε πίσω.
Ήρθε η ώρα να γυρίσουμε πίσω).

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Instagram, γένους θηλυκού


-Τι νομίζεις ότι κάνεις; Είσαι blogger ή influencer; 
-Σκοπεύεις να γίνεις; 
-Γιατί ανεβάζεις φωτογραφίες σου; 
-Είσαι μοντέλο;
-Είσαι ψωνάρα; 
-Είσαι εξαρτημένη από το Instagram; 
-Θα μείνεις μόνη με 14 γάτες. 
-Τη ζωή σου να 'κανα. 
-Πόσα νησιά έχεις γυρίσει φέτος; 
-Είσαι πολύ δυναμική και σε φοβούνται. 
-Σε ζηλεύω.
-Ωραίες φωτογραφίες. 
-Πρέπει να πέρασες φανταστικά. 
-Κυκλοφορείς έχοντας μαζί σου φωτογράφο;
-Πόσες διακοπές έχεις κάνει φέτος;
-Κινδυνεύεις, όταν δηλώνεις πού είσαι στα σόσιαλ μίντια.
-Μήπως να δεις έναν ψυχολόγο; 
-Να δεις έναν ψυχολόγο. 
-Αν ρωτήσεις έναν ψυχίατρο θα σου πει ότι είναι πρόβλημα αυτό. 
-Ναι, άλλαξε μαγιό, έχεις και ένα Ίνσταγκραμ να συντηρήσεις. 
-Ναι, ήταν ωραία μέρα η χτεσινή, τόσα Boomerang έκανες. 

...

....

Η γυναίκα στο Instagram σήμερα. Single, με μαγιό, με φωτογράφο, με ψυχολογικά προβλήματα, με άπλετο ελεύθερο χρόνο, με πολλά κατοικίδια και με όνειρο ζωής να γίνει influencer. Όσο πιο σέξι, τόσο καλύτερη. Τόσο πιο "ινσταγκραμικά" θελκτική. Τόσο πιο like-able. Τόσο πιο... επικηρυγμένη. 

Ας κάνουμε μία παύση.

Όταν ήμασταν μικρές, κρατούσαμε ημερολόγιο. Τα γράφαμε όλα και ήταν δικά μας. Κλαίγαμε πάνω από το χαρτί, ζωγραφίζαμε καρδούλες, ερωτευόμασταν, μαλώναμε, περιγράφαμε μέρες, νύχτες, γιορτές, εκδρομές. Τα ξέραμε εμείς και μερικοί κολλητοί ή κολλητές. Ήμασταν οι "ρομαντικές", οι "drama queens", οι ανασφαλείς. Θα μεγαλώναμε. Μετά βγάζαμε φωτογραφίες που άρχισαν να μπαίνουν σε άλμπουμ ή στον τοίχο μας, σε κορνίζες ή στον καθρέφτη, πολύ πιο βαμμένες από ότι σήμερα, με πολύχρωμα μαλλιά στις τάσεις της εποχής, με σκουλαρίκια ή με τατουάζ, με κιτς παπούτσια ή φούστες που βλέπουμε τώρα και γελάμε. Θέλαμε να αρέσουμε, θέλαμε να μεγαλώσουμε, να δοκιμάσουμε, να βρούμε ποιες είμαστε, τι μας ταιριάζει. Και έρχεται η εποχή που το ημερολόγιό μας και οι φωτογραφίες μας γίνονται ένα, και μπορούμε να τις μοιραστούμε -ξεκινήσαμε με το Facebook, καταλήξαμε με το Instagram. Πάντα κάναμε διακοπές, πάντα ποζάραμε με φίλους, πάντα μας άρεσαν οι θάλασσες και τα ηλιοβασιλέματα. Ε και; Τώρα βλέπω ένα κομμάτι από το ημερολόγιό σου κι εσύ από το δικό μου -τις ροζ σελίδες, κυρίως, τις χαρούμενες. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν μοιραζόμασταν τα δάκρυά μας ή τις απογοητεύσεις μας. 

Τότε όμως είμασταν πιο επιεικείς. Ή πιο αθώοι. Τι πάθαμε; Πώς ξεχάσαμε τους τρόπους μας, το ενδιαφέρον μας, τη χαρά μας για τη χαρά του άλλου, την ενσυναίσθησή μας; Όσο πιο ωραίες οι εικόνες, τόσο πιο κακοί εμείς. Όσο πιο χαρούμενοι οι άλλοι -αλήθεια, ψέματα, δικό τους θέμα- τόσο πιο επικριτικοί εμείς. Δεν θυμάμαι να σχολιάζαμε τόσο τι φορούν οι άλλοι, εκτός αν ήταν στη μέση του δρόμου και δεν φορούσαν τίποτα. Δεν θυμάμαι ποτέ να κρίναμε αν οι άλλοι έχουν λεφτά και ταξιδεύουν ή πόσες δουλειές κάνουν για να το πετύχουν ή αν πηγαίνουν καλεσμένοι φίλων τους, δωρεάν ή πληρωμένα. Θυμάμαι ήταν αγένεια να μιλάμε για τέτοια θέματα και να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις στους ανθρώπους. Ναι, εκτιθέμεθα περισσότερο, είναι επιλογή μας, μοιραζόμαστε στιγμές μας, λιγότερες ή περισσότερες, γράφουμε αγαπημένες μας ατάκες από ταινίες ή "κλέβουμε" στίχους τραγουδιών και ποιητών. Ε και; Τι ενοχλεί τόσο πολύ; 

...

Τι μας καθιστά έρμαια στον ακατάπαυστο σχολιασμό; Πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία ότι η εποχή του Instagram και της τέλειας εικόνας μάς κάνει κακό; Ενώ η ασυγκράτητη ορμή μας και η βιαστική γλώσσα μας που ξέχασε τις λέξεις των ποιητών και οπλίζεται από το "και τι έγινε;", μας κάνει καλό; Γίναμε όλοι σωτήρες του κόσμου, βαλθήκαμε να τον καθαρίσουμε, ξεκινώντας από το Instagram; Και κυρίως τις γυναίκες του Instagram. Είναι φίλες μας, αδερφές μας, συνάδελφοί μας, συνεργάτιδές μας, γυναίκες μας, ερωμένες μας, wannabe κάτι από τα παραπάνω μας, είναι πρότυπά μας, ή και τίποτα από αυτά, αλλά δεν είναι εχθροί μας. Δεν έχουν ψυχολογικά προβλήματα επειδή μοιράζονται ωραίες εικόνες στις θάλασσες, ούτε επειδή δείχνουν στιγμές από την καθημερινότητά τους. Δεν έχουν 14 γάτες, αλλά και αν έχουν, είναι επιλογή τους και τη χαίρονται. Και ναι, είναι influencers, όπως όλοι μας, όλοι όσοι έχουμε άποψη και την εκφράζουμε, όσοι αγαπιόμαστε και αγαπάμε και έχουμε τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους γύρω μας που σε κάτι μας θεωρούν καλούς και μας έχουν παράδειγμα. 

Αφήστε τες/ μας ήσυχες. 

ΧΧ

Ν.   





  

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Καραντίνα, εσύ σουπερστάρ

(Η ζωή σε ένα τετράγωνο κουτί, γεμάτο μικρά εμπόδια)
Η καραντίνα θα μπορούσε να έχει τίτλο ταινίας. Eat, pray, love”, στην πιο ρομαντική πλευρά της. “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους”, στην πιο τραγελαφική, όταν τα μαλλιά μας έχουν γίνει σαν του Χαβιέ Μπαρδέμ από τις ημέρες που περνούν μακριά από τον κομμωτή μας. “Dirty Dancing” για όσους έχουμε εξασκήσει τα χορευτικά ταλέντα μας εντός λίγων τετραγωνικών. “The Matrix” για τη νέα σχέση μας με τις μηχανές και την ελευθερία, όπως εκείνες την (περι)ορίζουν. Θα μπορούσε να λέγεται και “Αστακός”, να μας υπενθυμίζει, αντίστροφα από την ταινία του Λάνθιμου, πως θα μεταμορφωθούμε σε ένα επικίνδυνο ον, αν ξεπορτίσουμε, αν αγγίξουμε, αν αγκαλιάσουμε και αν φιλήσουμε.
 Θα μπορούσε να έχει τίτλο τραγουδιού, επίσης. Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει”, ή “Αυτός που περιμένω” (αφιερωμένο σε όλους τους αγαπημένους μας, που μας έχουν λείψει και δεν βλέπουμε την ώρα να δούμε) ή “Τώρα κλαις, γιατί κλαις;” (για όσους μετανιώνουν για τα όσα έκαναν ή δεν έκαναν πριν από τον εγκλεισμό), “Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου” (έχει όμως το σπίτι σου!), ή “Ζηλεύω το μικρό σου το γατί” (Ξεκάθαρα, αφού αυτές τις μέρες τα κατοικίδια έχουν πάρει τα περισσότερα χάδια που έχουμε δώσει ποτέ σε άνθρωπο), “Γύφτισσα μέρα” (για κάθε μέρα που χάνουμε το κουράγιο μας και κάτι μας λείπει).
Η καραντίνα, στην πραγματικότητα, είναι στον καθρέφτη μας. Τη βλέπουμε κάθε μέρα, αρκετές φορές την ημέρα, ειδικά αν πλένουμε συνεχώς τα χέρια μας. Είναι όσο απειλητική τη θεωρούμε εμείς, συγχρονίζεται με τη διάθεσή μας, με τα κέφια μας. Μας βαραίνει τις ημέρες που βρέχει, φαίνεται προσωρινή όταν έχει ήλιο. Είναι αυτή που μας έφερε αντιμέτωπη με όλα τα περιττά της ζωής μας, μέσα σε λίγες μέρες. Περιττά αντικείμενα, βαζάκια, βιβλία, περιοδικά, αναμνηστικά, ρούχα, μπιχλιμπίδια, πετρούλες, καδράκια, τασάκια, κουκλάκια, χαρτάκια -και οτιδήποτε άλλο σε υποκοριστικό τέτοιο τύπου. Με τις περιττές συναναστροφές, επίσης, τις περιττές χαιρετούρες. Τους περιττούς -για τον ψυχισμό μας- ανθρώπους και διαλόγους. Αυτούς που ένα κομμάτι μας αδυνατούσε να πλησιάσει συναισθηματικά, και τώρα, να, μια μεγαλύτερη δύναμη μας απομακρύνει -επιτέλους- από εκείνους, μας δίνει την ηρεμία και την απόσταση που θέλαμε. Αυτό δεν περιμέναμε;

Η καραντίνα μας έφερε αντιμέτωπους με το παιδί που ήμασταν -τουλάχιστον φωτογραφικά, με τόσα άλμπουμ που ανασύραμε- ίσως και συναισθηματικά. Βρήκαμε παλιά ημερολόγια, τότε που δεν μας άφηνε ο μπαμπάς να βγούμε πολύ έξω, γιατί ήμασταν μικροί, ή τότε που ζήλευε ο πρώην σύντροφός μας όποτε βγαίναμε χωρίς εκείνον, ή που δεν θέλαμε να βγούμε γιατί είχαμε μικρές κρίσεις άγχους επειδή δεν είχαμε δουλειά ή αναρρώναμε από κρυολόγημα. Είχαμε περάσει κι άλλες περιόδους εγκλεισμού, οικειοθελούς, ενίοτε. Θυμάσαι όλες εκείνες τις φορές που ήθελες να γυρίσεις στο σπίτι αντί να βγεις με τους φίλους σου μετά τη δουλειά; Που γκρίνιαζες γιατί δεν σου άρεσε το μαγαζί που θα πήγαιναν ή γιατί υπήρχε κάποιος στην παρέα που σε κοιτούσε με μισό μάτι; Θυμάσαι πόσες φορές έφυγες βιαστικά γιατί σε περίμενε εκείνος /η στο σπίτι, ενώ περνούσες πραγματικά καλά εκεί που ήσουν; Θυμάσαι πόσα “όχι” είπες; Πόσες ώρες αφιέρωσες στο κινητό σου, ενώ ήσουν έξω με πρόσωπα που αγαπούσες; Πόσες σκέψεις απέκρυψες από τον ίδιο σου τον εαυτό, που τώρα έρχονται κάθε μέρα και σου υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους. Θυμήσου τα.
Η καραντίνα μας έφερε αντιμέτωπους και με τον ενήλικα που γίναμε. Τι κάνουμε όταν δεν μας βλέπει κανείς; Πώς περνάμε τι ώρες που είναι ολότελα δικές μας; Ποιες σκέψεις κάνουμε; Ποιους νοσταλγούμε; Με τι γελάμε μέχρι δακρύων; Ποιες πιτζάμες μας δεν αντέχουμε και ποιο άρωμα είναι αυτό που θέλουμε να έχει το μπάνιο μας; Είναι πραγματικά ενδιαφέρον το τι μπορεί να ανακαλύψεις για σένα. Από τις ευαισθησίες που καταπιέζεις, την ανάγκη σου για συντροφικότητα ή για απομόνωση, τη δοτικότητα σου, το μεγάλο σου ταλέντο στη μαγειρική και τη yoga, ή το πόσο ατσούμπαλος είσαι όταν σε αφήσουν “σε ένα τετράγωνο κουτί γεμάτο μικρά εμπόδια!” (το σπίτι σου).
Η καραντίνα είναι κάπου τριγύρω μας και γελάει με τις αντιδράσεις ή τις προσδοκίες μας, ειδικά στον τομέα του φλερτ και των ερωτικών σχέσεων. Κι εδώ, ο καθρέφτης μας είναι μπροστά μας ανά πάσα στιγμή. Πώς να του ξεφύγεις; Θα ήταν πολύ αισιόδοξο σενάριο αυτό κατά το οποίο οι υπάρχουσες σχέσεις ισχυροποιούνται από το “συνέχεια μαζί” και όσοι είναι μόνοι τους συνειδητοποιούν τι αναζητούν και το διεκδικούν στη “μετά εγκλεισμού” εποχή. Θα ήταν εξίσου αισιόδοξη η συνειδητοποίηση ότι κάποιες σχέσεις δεν λειτουργούν όταν δεν υπάρχει κοινωνική ζωή ή δεκάωρη απασχόληση, κατά την οποία κλείνουμε το τηλέφωνο και εξαφανιζόμαστε όλη την ημέρα. Θα ήταν δίκαιο να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και ίσως να χωρίσουμε μετά. Ή να κάνουμε παιδιά. Ή αν είμαστε ελεύθεροι, να έχουμε μια πιο καθαρή ματιά στο εξής για το πώς είναι λειτουργικό να αγαπάμε και να νοιαζόμαστε -αφού ο χρόνος μπορεί κάποια στιγμή, ξαφνικά, να τελειώσει, αφού ίσως να μην μπορούμε ούτε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον και να μείνουμε σε ένα διαδικτυακό φλερτ που είναι τόσο κενό, όσο και ένα άδειο ποτήρι. Μπορεί να καταλάβουμε γιατί τόσο καιρό το ποτήρι μας ήταν άδειο -ή έτσι το βλέπαμε.
Η καραντίνα δεν μας άλλαξε και δεν είναι ανάγκη να μας αλλάξει. Μπορούμε να έχουμε σκοτεινές μέρες, και κανείς δεν θα μας πει “γιατί;” ή “δεν πρέπει”. Μπορεί να μη θέλουμε να έχουμε διαβάσει 10 βιβλία όταν όλα αυτά τελειώσουν, ούτε να έχουμε δει 50 ταινίες και 25 θεατρικές παραστάσεις. Μπορεί να μην βγούμε γυμνασμένοι, ούτε να έχουμε κάνει διαλογισμό. Να μην έχουμε καν επεξεργαστεί τα λάθη και τα σωστά μας σε σχέση με τους διπλανούς μας, τον συγκάτοικό μας, ακόμη.
Η καραντίνα δεν έχει κανένα μαγικό ραβδί για να μας αλλάξει τη ζωή. Τυγχάνει όμως να μας έχει δώσει μια μεγάλη ευκαιρία να το κάνουμε μόνοι μας.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

O ιός

Δεν σου είπα ποτέ ότι ήταν πολύ ωραίο το χέρι σου πάνω στο δικό μου εκείνη την βραδιά, που τρώγαμε μακαρονάδες. Σε ένα μισοάδειο μαγαζί, που εμάς μας φαινόταν ότι είχε κόσμο πολύ και θέλαμε ησυχία. Ήταν ωραίο το χέρι σου πάνω στο δικό μου, ήταν ανακουφιστικό, ήταν ζεστό, δεν ήταν δεδομένο. Ήταν ανακουφιστικό ότι ήσουν εκεί δίπλα εκείνη τη νύχτα, όταν ένιωθα ότι είχε συμβεί μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου και ποτέ δε σου είπα ευχαριστώ. Δεν σου είπα ευχαριστώ για αυτό το τραπέζι, ήταν πολύ ωραίο, θα έπρεπε να το κάνουμε πιο συχνά, χωρίς να κοιτάξουμε ούτε μία φορά το ρολόι, χωρίς να πούμε "θα τα πούμε την Πέμπτη", και την Πέμπτη να το αναβάλουμε γιατί κάτι έτυχε, και να μην ανανεώσουμε ποτέ. 

Συγνώμη που δεν σου έδωσα εκείνο το φιλί, το ήθελα. Ναι ήταν καλό να μετράμε τα φιλιά μας, να μετράμε τα λόγια μας, όλα δίνονταν χωρίς σκέψη, κι εμείς θέλαμε να το αλλάξουμε αυτό, θα είχαμε χρόνο άλλωστε, να τα ξαναπούμε, να αποδείξουμε ότι είχαν νόημα. Είχαν νόημα, φυσικά και είχαν. 

Δεν θα ξαναγυρίσει εκείνο το βράδυ, με το χέρι σου πάνω στο δικό μου, με τα αστεία που μου έλεγες για να νιώσω καλύτερα, ούτε εκείνη η Πέμπτη που αναβάλαμε να ξαναβρεθούμε θα έρθει πάλι, ούτε αυτός ο λιγοστός κόσμος που μας φαινόταν πολύς θα μας κυκλώσει ξανά. 
Τώρα το μαγαζί είναι κλειστό, μπορείς να παραγγείλεις την μακαρονάδα στο σπίτι, να την φας μόνος σου, και εγώ μόνη μου, να πούμε εντυπώσεις μέσω μίας βιντεοκλήσης, μετά να πλύνουμε καλά τα χέρια μας, να πετάξουμε τη σακούλα με το πακέτο, το άδειο πακέτο, να σου στείλω ένα φιλί. 

Έχω ξεχάσει πώς είναι το χέρι σου πάνω στο δικό μου, ξέρω ότι όλοι αυτοί που ήταν γύρω μας εκείνο το βράδυ είναι κι αυτοί μόνοι τους τώρα, το πολύ πολύ περπατούν φορώντας μάσκες στο πρόσωπό τους, μιλάνε με τα μάτια και κρατούν αποστάσεις 2 μέτρων. 
Δεν ενοχλούν εσένα κι εμένα πια, ενοχλούν και ενοχλούνται οι ίδιοι, κοιτούν καχύποπτα με τη σειρά τους όποιον συναντούν. Και σε αυτούς θέλω να ζητήσω συγνώμη, μου λείπουν οι φωνές και φασαρία τους, η ελευθερία τους, όπως και η δική μας, η μούρη τους η ξινή, η άνετη, η αυθεντική, η φανερή. Τώρα είναι φοβισμένοι, λένε -όπως κι εσύ, όπως κι εγώ-, ότι υπάρχουν πολλά θετικά σε αυτή την ιστορία, ότι βρίσκουν κι εκείνοι τώρα τα λόγια που εκείνο το βράδυ ίσως δεν είχαν τολμήσει να πουν στους διπλανούς τους. 

Τολμούσαν όμως να φτερνιστούν μπροστά τους, τολμούσαν να πιούν από το ίδιο ποτήρι και να δοκιμάσουν από το πιάτο που ήταν στη μέση, όπως κι εμείς -ναι- τρώγαμε από το ίδιο πιάτο. Και μου κρατούσες στο χέρι και ήθελα να σε φιλήσω,
 και να σου πω "ευχαριστώ που είσαι εδώ". 

Δεν το έκανα ποτέ, 
συγνώμη. 


*The Lovers II, 1928 by Rene Magritte


Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Καθαρός αέρας


Οδηγούσε ακούγοντας ένα τραγούδι της Εντίθ Πιαφ -παραδόξως ένας σταθμός της πρωτεύουσας έπιανε σήμα μέχρι εκείνα τα μέρη. Φτάνοντας στο χωριό, κατευθύνθηκε προς το κέντρο υγείας -ο γιατρός κοιμόταν, αν δεν ήταν πολύ σοβαρή η κατάσταση, της πρότεινε να ξαναπεράσει το απόγευμα για να ξεκουραστεί λίγο. Όχι, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Μια μικρή αδιαθεσία που προέκυψε στον δρόμο. Ο σταθμός τώρα έπαιζε κάποιο σύγχρονο λαϊκό. Η γιαγιά την περίμενε στην πόρτα, φορώντας μαύρο παντελόνι και μπεζ μπλούζα, πάντα διαφορετική από τις άλλες γιαγιάδες του χωριού, όλες με φούστες μακριές, μαυροφορεμένες συνήθως. Εκείνη όχι. Έπιασε την κουβέντα σαν να είχε να μιλήσει μέρες -και δεν αποκλείεται, αν υπολογίσει κανείς ότι η καλύτερη παρέα της τα τελευταία χρόνια ήταν ο κήπος και τα λαχανικά της.

Βγήκε για τρέξιμο, κρατώντας το κινητό στο χέρι, με το spotify να παίζει r' n' b και στη διαδρομή τους χωριανούς να την κοιτάνε από τους κήπους τα μπαλκόνια ή τα αυτοκίνητα. "Τίνος είσαι εσύ;", θα την ρωτούσαν αν δεν έτρεχε χωρίς να κοιτάει δεξιά και αριστερά. Στη διαδρομή πέρασε από το σπίτι μιας φιλικής οικογενείας που έπαιζαν όταν ήταν παιδιά. Τώρα όλοι τους έχουν έρθει στην πρωτεύουσα, είχαν κάνει οικογένειες ή κυνηγούσαν καριέρες. Μετά το τέλος της διαδρομής έβγαλε δυο φωτογραφίες για το Instagram, το ποτάμι και τον πλάτανο, και μία σελφι στο φινάλε των 10χλμ.

"Όταν τα μωρά ήταν νεογέννητα τα σκέπαζαν με μαύρες μαντίλες, έκοβαν από δέντρα μια βέργα από αυτές που δεν σπάνε και κάνανε καμάρα, ώστε να μη φεύγει η μαντίλα- τα είχαν στα σκοτεινά, μέρα και νύχτα. Και τα βγάζανε μόνο για να βυζαίνουν. Της έλεγα της μάνας μου, ξεσκέπασέ το να το δω! Εγώ δεν το έκανα ποτέ όταν έγινα μάνα. Δεν μ’ άρεσαν αυτά». Η γιαγιά έλεγε ιστορίες κι εκείνη την άκουγε. Της θύμιζε πόσο διαφορετική είναι η ζωή, ποια νοήματα την ορίζουν και ποιες στιγμές είναι ευλογημένες και όχι δεδομένες. Έλεγε ακόμη για τα κουτσομπολιά του χωριού, στα οποία έμενε αμέτοχη, αποστασιοποιημένη, στα μάτια των άλλων, ίσως απόμακρη. 

Κοίταξε τα εισερχόμενα μηνύματα. Τίποτα. Πουθενά, ούτε στο messenger, ούτε στο Whats App, ούτε στο instagram. Λίγες μέρες πριν από το ταξίδι, είχε βγει με έναν γοητευτικό τύπο, είχε εκδηλωθεί ένα φλερτ, θα μπορούσες να το πεις και ενδιαφέρον, αλλά όχι, το ενδιαφέρον δεν φαινόταν τόσο εύκολα. Έπρεπε να κλείσεις τα δεδομένα σου και να περάσεις χρόνο μαζί και κανείς δεν είχε χρόνο. Τι αστείο. Δεν ήταν εποχές για χρόνο, αλλά για μηνύματα και σέλφις, για φλερτ στο σόσιαλ μίντια, για ραντεβού του πεντάλεπτου, για σεξ του τώρα ή ποτέ. Πού χρόνος για κουβέντες και επαφή; Κι όμως εδώ οι μέρες ήταν μεγάλες και πλούσιες και η επαφή έντονη, με τα πάντα: με την πέτρα, με το νερό του ποταμού, με τις μέλισσες, τους χωριανούς, με την κυρία στον φούρνο ή στο μίνι μάρκετ που έπαιρνε καφέ και ζάχαρη για τη γιαγιά. Είχε χρόνο να παρατηρήσει την πεταλούδα, τη γάτα, τα μανιτάρια στην πεζοπορία, τα αστέρια το βράδυ, που ήταν πολλά. Πάρα πολλά. Και στην πόλη προσπαθούσε να δίνει χρόνο στα «μικρά», στον ήλιο και στο χαμόγελο, αλλά η κίνηση, η συνήθεια, η καθημερινότητα, η αφηρημάδα των σόσιαλ μίντια, δεν της επέτρεπαν να χαρεί όσο ήθελε την κάθε στιγμή.



Κι εκείνος ήταν παιδί της εποχής του, καλομαθημένος, γόης, παιχνιδιάρης και ανασφαλής, που δεν είχε περισσότερο χρόνο να αφιερώσει από όσο θα απαιτούσε μια συνάντηση στο σπίτι του. Δεν πήγε στο σπίτι του, όχι από σεμνοτυφία, αλλά γιατί δεν ήταν βολικό, θα την ξεβόλευε αρκετά και είχε αποφασίσει να ακολουθεί τα αβίαστα -κι αυτά, όχι χωρίς σκέψη. Πόσα βράδια, πόσες βεβιασμένες οικειότητες, συναντήσεις με ανθρώπους που ξέχασε γρήγορα και το όνομά τους, γιατί δεν εκβιάζεται ούτε καν με τη σωματική επαφή η ουσία και το ενδιαφέρον, ο χρόνος, η οικειότητα. Έτσι την επόμενη μέρα μπορεί να τσακωνόταν με τον μέχρι χτες ερωτευμένο μαζί της, γιατί η βεβιασμένη οικειότητα τον έκανε να της πει «ρε μαλακα!» αντί καλημέρας. Σε άλλη περίπτωση, έπιανε τον εαυτό της να παρηγορεί έναν άντρα που γνώριζε μόλις δύο εβδομάδες, γιατί παράλληλα με το ενδιαφέρον του για εκείνη, είχε να ξεπεράσει ένα διαζύγιο κι ένα παιδί που πλέον δεν ήταν στην καθημερινότητά του όπως πριν. Άλλος, μόλις είδε ότι είναι πολυάσχολη της είπε "Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ, λυπάμαι". Άλλος ζητούσε ραντεβού κάθε 15 μέρες, χωρίς ξεκάθαρες προθέσεις, φιλικές ή ερωτικές, μέχρι που παρέλυσε κάθε όρεξη και από πλευράς της και εξαφανίστηκε προτού πεθάνουν από πλήξη και οι δύο. Φλερτ που δεν οδηγούσαν πουθενά, βραδιές με ματιές και ανταλλαγή ίνσταγκραμ, αλκοόλ και τσιγάρο, βλέμματα εντυπωσιασμού, τύπου "τι κορίτσι είσαι εσύ", που κρατούσαν σαν τα μάγια της σταχτοπούτας και είχαν λυθεί την επόμενη μέρα.

Ο θείος της είπε σήμερα «ξέρεις κανέναν που να ευτύχησε στον γάμο του, και μάλιστα χιουμοριστικά ρώτησε τρεις τέσσερις συγχωριανούς του, που ήταν εκείνη την ώρα στο καφενείο κι έπαιζαν τάβλι. Α ναι, μόνο οι άντρες κυκλοφορούσαν στα καφενεία και στις ταβέρνες, τις κοίταζαν σαν κάτι εξωπραγματικό, κεφάλια που γυρίζανε ταυτόχρονα και χωρίς τακτ κάθε φορά που έμπαιναν μέσα -σε αυτές τις επισκέψεις τους δυο φορές τον χρόνο στο χωριό. Τις γυναίκες τις έβλεπες μόνο σε δουλειές νοικοκυριού ή να νανουρίζουν τα μωρά στα καρότσια τους. Η κυρία Χαρά έλεγε πως όλες τους ήταν αδύνατες στα νιάτα τους, από τις δουλειές και από τα πήγαινε-έλα, φορτωμένες είτε με νερό απ' την πηγή είτε με ρούχα πλυμένα. Κι εκείνη μαύρα φορούσε και φαινόταν χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία της, οι ρυτίδες είχαν χαραχτεί βαθιά σε όλο της το πρόσωπο. Όσο χρόνο είχες να παρατηρήσεις τις πεταλούδες, άλλο τόσο χρόνο είχες να παρακολουθήσεις κάθε γραμμή στα πρόσωπα των ανθρώπων, κάθε κίνηση ενώ κόβανε τα λαχανικά τους, κάθε βλέμμα περαστικού για τον οποίο ήσουν η "ξένη", αλλά και κάθε αυθόρμητη κουβέντα, χωρίς σκέψεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις, από τον καθαρό εαυτό τους, χωρίς κοινωνικό προφίλ και καθωσπρεπισμό. Παρατηρούσε τη γιαγιά της, που έχοντας περάσει τα 85 της χρόνια, διατηρούσε τον δυναμισμό της, αποφάσιζε για τον εαυτό της, έκανε αυτά που την ευχαριστούσαν, μοντέρνα για την εποχή της, τι κι αν σχολίαζαν οι άλλοι; 

Άφησε το κινητό στην άκρη. Μα ακόμη περισσότερο, τις προσδοκίες που αυτό δημιουργούσε. Τις προσδοκίες επιβεβαίωσης, αποδοχής, δήθεν μοιράσματος (μεταξύ αγνώστων), της διεκδίκησης μιας προσοχής που στην πραγματική ζωή είχε λιγότερη ανάγκη, ή σίγουρα ελάχιστη, από ελάχιστους. Αυτή η προσοχή από όλους, το "μου αρέσει" που όσο πιο συχνά και πολλάκις "ειπωμένο", τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση έδινε, το άφησε στην άκρη. Δεν το χρειαζόταν. Δεν χρειαζόταν να αποτυπώσει μέσα από εικόνες και βίντεο ποια είναι και πώς περνάει, τι σκέφτεται ή πόσο δυναμική ή βαρετή είναι. Ακόμη κι αυτό το φλερτ των προηγούμενων ημερών, όπως και κάθε φλερτ και γνωριμία που την έβαλε σε σκέψεις τον τελευταίο καιρό, ίσως αποκομμένα πλήρως από τον κόσμο της τεχνολογίας, ίσως, να ήταν ένα άλλο φλερτ, μια άλλη γνωριμία. Πώς θα λειτουργούσαν, άραγε, εκεί, στη φύση, οι δυο τους, πόσα πράγματα θα είχαν να μοιραστούν; Θα απολάμβαναν την ελευθερία του βουνού, το πράσινο του λιβαδιού, τους ήχους μιας αγνής μέρας; Θα μπορούσαν να συζητήσουν χωρίς τις οθόνες μπροστά τους και ανάμεσά τους; Ή θα πνίγονταν, γιατί δεν θα ανέπνεαν καν τον ίδιο καθαρό αέρα;

Χρειαζόταν καθαρό αέρα.