Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Καθαρός αέρας


Οδηγούσε ακούγοντας ένα τραγούδι της Εντίθ Πιαφ -παραδόξως ένας σταθμός της πρωτεύουσας έπιανε σήμα μέχρι εκείνα τα μέρη. Φτάνοντας στο χωριό, κατευθύνθηκε προς το κέντρο υγείας -ο γιατρός κοιμόταν, αν δεν ήταν πολύ σοβαρή η κατάσταση, της πρότεινε να ξαναπεράσει το απόγευμα για να ξεκουραστεί λίγο. Όχι, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Μια μικρή αδιαθεσία που προέκυψε στον δρόμο. Ο σταθμός τώρα έπαιζε κάποιο σύγχρονο λαϊκό. Η γιαγιά την περίμενε στην πόρτα, φορώντας μαύρο παντελόνι και μπεζ μπλούζα, πάντα διαφορετική από τις άλλες γιαγιάδες του χωριού, όλες με φούστες μακριές, μαυροφορεμένες συνήθως. Εκείνη όχι. Έπιασε την κουβέντα σαν να είχε να μιλήσει μέρες -και δεν αποκλείεται, αν υπολογίσει κανείς ότι η καλύτερη παρέα της τα τελευταία χρόνια ήταν ο κήπος και τα λαχανικά της.

Βγήκε για τρέξιμο, κρατώντας το κινητό στο χέρι, με το spotify να παίζει r' n' b και στη διαδρομή τους χωριανούς να την κοιτάνε από τους κήπους τα μπαλκόνια ή τα αυτοκίνητα. "Τίνος είσαι εσύ;", θα την ρωτούσαν αν δεν έτρεχε χωρίς να κοιτάει δεξιά και αριστερά. Στη διαδρομή πέρασε από το σπίτι μιας φιλικής οικογενείας που έπαιζαν όταν ήταν παιδιά. Τώρα όλοι τους έχουν έρθει στην πρωτεύουσα, είχαν κάνει οικογένειες ή κυνηγούσαν καριέρες. Μετά το τέλος της διαδρομής έβγαλε δυο φωτογραφίες για το Instagram, το ποτάμι και τον πλάτανο, και μία σελφι στο φινάλε των 10χλμ.

"Όταν τα μωρά ήταν νεογέννητα τα σκέπαζαν με μαύρες μαντίλες, έκοβαν από δέντρα μια βέργα από αυτές που δεν σπάνε και κάνανε καμάρα, ώστε να μη φεύγει η μαντίλα- τα είχαν στα σκοτεινά, μέρα και νύχτα. Και τα βγάζανε μόνο για να βυζαίνουν. Της έλεγα της μάνας μου, ξεσκέπασέ το να το δω! Εγώ δεν το έκανα ποτέ όταν έγινα μάνα. Δεν μ’ άρεσαν αυτά». Η γιαγιά έλεγε ιστορίες κι εκείνη την άκουγε. Της θύμιζε πόσο διαφορετική είναι η ζωή, ποια νοήματα την ορίζουν και ποιες στιγμές είναι ευλογημένες και όχι δεδομένες. Έλεγε ακόμη για τα κουτσομπολιά του χωριού, στα οποία έμενε αμέτοχη, αποστασιοποιημένη, στα μάτια των άλλων, ίσως απόμακρη. 

Κοίταξε τα εισερχόμενα μηνύματα. Τίποτα. Πουθενά, ούτε στο messenger, ούτε στο Whats App, ούτε στο instagram. Λίγες μέρες πριν από το ταξίδι, είχε βγει με έναν γοητευτικό τύπο, είχε εκδηλωθεί ένα φλερτ, θα μπορούσες να το πεις και ενδιαφέρον, αλλά όχι, το ενδιαφέρον δεν φαινόταν τόσο εύκολα. Έπρεπε να κλείσεις τα δεδομένα σου και να περάσεις χρόνο μαζί και κανείς δεν είχε χρόνο. Τι αστείο. Δεν ήταν εποχές για χρόνο, αλλά για μηνύματα και σέλφις, για φλερτ στο σόσιαλ μίντια, για ραντεβού του πεντάλεπτου, για σεξ του τώρα ή ποτέ. Πού χρόνος για κουβέντες και επαφή; Κι όμως εδώ οι μέρες ήταν μεγάλες και πλούσιες και η επαφή έντονη, με τα πάντα: με την πέτρα, με το νερό του ποταμού, με τις μέλισσες, τους χωριανούς, με την κυρία στον φούρνο ή στο μίνι μάρκετ που έπαιρνε καφέ και ζάχαρη για τη γιαγιά. Είχε χρόνο να παρατηρήσει την πεταλούδα, τη γάτα, τα μανιτάρια στην πεζοπορία, τα αστέρια το βράδυ, που ήταν πολλά. Πάρα πολλά. Και στην πόλη προσπαθούσε να δίνει χρόνο στα «μικρά», στον ήλιο και στο χαμόγελο, αλλά η κίνηση, η συνήθεια, η καθημερινότητα, η αφηρημάδα των σόσιαλ μίντια, δεν της επέτρεπαν να χαρεί όσο ήθελε την κάθε στιγμή.



Κι εκείνος ήταν παιδί της εποχής του, καλομαθημένος, γόης, παιχνιδιάρης και ανασφαλής, που δεν είχε περισσότερο χρόνο να αφιερώσει από όσο θα απαιτούσε μια συνάντηση στο σπίτι του. Δεν πήγε στο σπίτι του, όχι από σεμνοτυφία, αλλά γιατί δεν ήταν βολικό, θα την ξεβόλευε αρκετά και είχε αποφασίσει να ακολουθεί τα αβίαστα -κι αυτά, όχι χωρίς σκέψη. Πόσα βράδια, πόσες βεβιασμένες οικειότητες, συναντήσεις με ανθρώπους που ξέχασε γρήγορα και το όνομά τους, γιατί δεν εκβιάζεται ούτε καν με τη σωματική επαφή η ουσία και το ενδιαφέρον, ο χρόνος, η οικειότητα. Έτσι την επόμενη μέρα μπορεί να τσακωνόταν με τον μέχρι χτες ερωτευμένο μαζί της, γιατί η βεβιασμένη οικειότητα τον έκανε να της πει «ρε μαλακα!» αντί καλημέρας. Σε άλλη περίπτωση, έπιανε τον εαυτό της να παρηγορεί έναν άντρα που γνώριζε μόλις δύο εβδομάδες, γιατί παράλληλα με το ενδιαφέρον του για εκείνη, είχε να ξεπεράσει ένα διαζύγιο κι ένα παιδί που πλέον δεν ήταν στην καθημερινότητά του όπως πριν. Άλλος, μόλις είδε ότι είναι πολυάσχολη της είπε "Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ, λυπάμαι". Άλλος ζητούσε ραντεβού κάθε 15 μέρες, χωρίς ξεκάθαρες προθέσεις, φιλικές ή ερωτικές, μέχρι που παρέλυσε κάθε όρεξη και από πλευράς της και εξαφανίστηκε προτού πεθάνουν από πλήξη και οι δύο. Φλερτ που δεν οδηγούσαν πουθενά, βραδιές με ματιές και ανταλλαγή ίνσταγκραμ, αλκοόλ και τσιγάρο, βλέμματα εντυπωσιασμού, τύπου "τι κορίτσι είσαι εσύ", που κρατούσαν σαν τα μάγια της σταχτοπούτας και είχαν λυθεί την επόμενη μέρα.

Ο θείος της είπε σήμερα «ξέρεις κανέναν που να ευτύχησε στον γάμο του, και μάλιστα χιουμοριστικά ρώτησε τρεις τέσσερις συγχωριανούς του, που ήταν εκείνη την ώρα στο καφενείο κι έπαιζαν τάβλι. Α ναι, μόνο οι άντρες κυκλοφορούσαν στα καφενεία και στις ταβέρνες, τις κοίταζαν σαν κάτι εξωπραγματικό, κεφάλια που γυρίζανε ταυτόχρονα και χωρίς τακτ κάθε φορά που έμπαιναν μέσα -σε αυτές τις επισκέψεις τους δυο φορές τον χρόνο στο χωριό. Τις γυναίκες τις έβλεπες μόνο σε δουλειές νοικοκυριού ή να νανουρίζουν τα μωρά στα καρότσια τους. Η κυρία Χαρά έλεγε πως όλες τους ήταν αδύνατες στα νιάτα τους, από τις δουλειές και από τα πήγαινε-έλα, φορτωμένες είτε με νερό απ' την πηγή είτε με ρούχα πλυμένα. Κι εκείνη μαύρα φορούσε και φαινόταν χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία της, οι ρυτίδες είχαν χαραχτεί βαθιά σε όλο της το πρόσωπο. Όσο χρόνο είχες να παρατηρήσεις τις πεταλούδες, άλλο τόσο χρόνο είχες να παρακολουθήσεις κάθε γραμμή στα πρόσωπα των ανθρώπων, κάθε κίνηση ενώ κόβανε τα λαχανικά τους, κάθε βλέμμα περαστικού για τον οποίο ήσουν η "ξένη", αλλά και κάθε αυθόρμητη κουβέντα, χωρίς σκέψεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις, από τον καθαρό εαυτό τους, χωρίς κοινωνικό προφίλ και καθωσπρεπισμό. Παρατηρούσε τη γιαγιά της, που έχοντας περάσει τα 85 της χρόνια, διατηρούσε τον δυναμισμό της, αποφάσιζε για τον εαυτό της, έκανε αυτά που την ευχαριστούσαν, μοντέρνα για την εποχή της, τι κι αν σχολίαζαν οι άλλοι; 

Άφησε το κινητό στην άκρη. Μα ακόμη περισσότερο, τις προσδοκίες που αυτό δημιουργούσε. Τις προσδοκίες επιβεβαίωσης, αποδοχής, δήθεν μοιράσματος (μεταξύ αγνώστων), της διεκδίκησης μιας προσοχής που στην πραγματική ζωή είχε λιγότερη ανάγκη, ή σίγουρα ελάχιστη, από ελάχιστους. Αυτή η προσοχή από όλους, το "μου αρέσει" που όσο πιο συχνά και πολλάκις "ειπωμένο", τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση έδινε, το άφησε στην άκρη. Δεν το χρειαζόταν. Δεν χρειαζόταν να αποτυπώσει μέσα από εικόνες και βίντεο ποια είναι και πώς περνάει, τι σκέφτεται ή πόσο δυναμική ή βαρετή είναι. Ακόμη κι αυτό το φλερτ των προηγούμενων ημερών, όπως και κάθε φλερτ και γνωριμία που την έβαλε σε σκέψεις τον τελευταίο καιρό, ίσως αποκομμένα πλήρως από τον κόσμο της τεχνολογίας, ίσως, να ήταν ένα άλλο φλερτ, μια άλλη γνωριμία. Πώς θα λειτουργούσαν, άραγε, εκεί, στη φύση, οι δυο τους, πόσα πράγματα θα είχαν να μοιραστούν; Θα απολάμβαναν την ελευθερία του βουνού, το πράσινο του λιβαδιού, τους ήχους μιας αγνής μέρας; Θα μπορούσαν να συζητήσουν χωρίς τις οθόνες μπροστά τους και ανάμεσά τους; Ή θα πνίγονταν, γιατί δεν θα ανέπνεαν καν τον ίδιο καθαρό αέρα;

Χρειαζόταν καθαρό αέρα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Write me your comments