Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Ονειρεύτηκα μία ιστορία για τους καλούς και τους κακούς

"Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσα για τους καλούς και τους κακούς. Σε ποια ιστορία, σε ποια εμπειρία, ποια χρονιά. Θυμάμαι ότι στο υποσυνείδητό μου, όπως και σε κάθε παιδιού, υποθέτω, είχε χαραχτεί ότι εμείς είμαστε με τους καλούς, αυτούς υποστηρίζουμε, αυτοί θέλουμε να βγουν νικητές. Οι κακοί πρέπει να τιμωρούνται, να εξευτελίζονται, να μένουν μόνοι, να πεθαίνουν. Ο διαχωρισμός αυτός με ακολουθεί ακόμη, ίσως είμαι αφελής, ίσως ρομαντική ή φαντασιόπληκτη, αλλά ακόμη τον πιστεύω. Τώρα έχω βάλει και τον εαυτό μου στην ιστορία. Δεν είμαι απλά με τους καλούς- είμαι Ο ΚΑΛΟΣ. Και στη ζωή μου συναντώ κακούς. Πολλούς κακούς. Αλλά, όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι και στο δικό μου, υπάρχουν συνοδοιπόροι, άξιοι σύμμαχοι, φίλοι, καλοί. Αυτούς προφυλάσσω, αυτοί είναι ο θησαυρός ο δικός μου. Γι' αυτό, φύγε. Δεν χωράς". 
Τα είπε και σώπασε. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, με μάτια ελαφρώς βουρκωμένα. Τα χέρια της ήταν ακούνητα, η στάση του σώματός της υποδήλωνε σιγουριά, αλλά και φόβο, ταυτόχρονα.

Εκείνος δεν μίλησε. Χαμήλωσε το κεφάλι. Δεν απάντησε. Την κοίταξε ξανά μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Ναι, ήταν αλήθεια, εκείνος δεν είχε μάθει να αγαπάει. Δεν είχε μάθει να φοβάται την απώλεια όσων αγαπάει. Δεν ήξερε τι σημαίνει να είσαι Ο ΚΑΛΟΣ και να πρέπει να προστατεύσεις
ό, τι και όσα αγαπάς. Ζούσε πάντα μόνος. Επί της ουσίας, μόνος. Είχε μάθει να τα θέλει όλα. Να ικανοποιείται μόνο μέσα από αυτό το κυνήγι. Ο δικός του θησαυρός ήταν να "συλλέγει" ανθρώπους και συναισθήματα, εμπειρίες και στιγμές, και μετά να τα πετάει. Δεν υπήρχε τίποτα αιώνια δικό του.
Δεν ήξερε τι σημαίνει αλήθεια, ειλικρίνεια, δόσιμο, μοίρασμα. Ήταν μία καρικατούρα των κακών των παραμυθιών, που προσπαθούσαν με την υποκρισία και την πονηριά τους να πιάσουν στην παγίδα τους τον ήρωα ή την ηρωίδα. Σαν αυτούς τους άσχημους (στην ψυχή) που δεν έχουν νιώσει πόνο, αλλά ούτε και πραγματική ευτυχία. Που γυρνούν σελίδα και ξεχνούν τα πάντα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αρκεί να "σώσουν" το τομάρι τους. Γύρισε την πλάτη και έφυγε. Γρήγορα, όσα του είχε πει, είχαν γίνει παρελθόν. Κοιμήθηκε ήσυχος το βράδυ. 

Αρκετά χρόνια μετά. 

Τον είδε ξαφνικά στο δρόμο, μία μέρα με βροχή, κοντά στο σημείο που είχαν πει το "αντίο". Περπατούσε σκυφτός. Ήταν άσχημος. Αυτή τη φορά πραγματικά άσχημος. Όχι, δεν ήταν επειδή είχε γεράσει, ούτε επειδή είχε ρυτίδες στο πρόσωπό του. Ήταν επειδή δεν μπορούσε πια να ξεγελάσει κανέναν. Δεν υπήρχε κανείς δίπλα του. Ο "συλλέκτης" περπατούσε μόνος. 

Εκείνη ήταν όμορφη. Χαμογελαστή. Σίγουρη, πια, μετά από καιρό. Είχε ξεχάσει, είχε προχωρήσει, είχε δώσει αλλού την αγάπη της, είχε βρει τους "καλούς" της, είχε πάρει αυτά που της άξιζαν. Στη δική της μάχη είχε βγει νικήτρια.Τον κοίταξε. Οι ματιές τους ενώθηκαν. Θα μπορούσε να τον λυπηθεί. Ναι, πραγματικά θα μπορούσε να τον λυπηθεί. Δεν χρειαζόταν να της πει τίποτα. Τα μάτια του τα έλεγαν όλα. Ήταν μόνος. Είχε πάρει το μάθημά του, αλλά ήταν πια αργά. Όλοι όσοι συνάντησε στο δρόμο του, όσοι ξεγέλασε και προσωρινά συνέλεξε, τον είχαν αφήσει. Του άξιζε να μείνει μόνος. Δεν τον λυπήθηκε, όμως. Δεν μπορούσε να τον λυπηθεί. Έτσι έπρεπε να γίνει. Οι κακοί πρέπει να τιμωρούνται. Αυτό δεν είχε μάθει όταν ήταν παιδί; Αυτό δεν έλεγε και στα δικά της παιδιά; 

Ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί. Τον προσπέρασε. Εκείνος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος, κοιτάζοντάς την να απομακρύνεται. Βιαστική. Εκείνη τη στιγμή, για λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκε κάτι στην καρδιά του. Για πρώτη φορά, ένα είδος συναισθήματος τον διαπέρασε. Δεν ήξερε τι ήταν. Ποιο ήταν. Δεν είχε νιώσει ποτέ του τίποτα. Ήταν όλα επιφανειακά. Τι συναίσθημα ήταν αυτό; Ήταν ζήλια; Ήταν πόνος; Ήταν φόβος; Ίσως όλα μαζί. Ταράχτηκε. Σκούπισε τα μάτια του και προσποιήθηκε ότι ήταν η βροχή αυτή η σταγόνα που κύλισε στο πρόσωπό του. 


*Αυτή την ιστορία, την είδα στον ύπνο μου.  



  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Write me your comments