Ιστορία Πρώτη
Το ξυπνητήρι χτυπούσε επί μερικά λεπτά. Του ήταν αδύνατον να βγει από το όνειρό του, από το λήθαργό του. Βρισκόταν κάπου μακριά, σε έναν εξωτικό προορισμό, έμενε σε ένα ξύλινο σπίτι δίπλα στην άμμο και μαγείρευε για τους φίλους του. Δημιουργούσε έτσι όπως τον οδηγούσαν οι αισθήσεις του, τα χέρια του, η όρεξή του. Δεν τον απασχολούσε ποιοι είναι γύρω του και για πόσο θα μείνουν εκεί. Ήταν ευτυχισμένος.
Ξύπνησε. Κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν περασμένες οκτώ και έπρεπε ήδη να βρίσκεται στο δρόμο για τη δουλειά. Ετοιμάστηκε μέσα σε λίγα λεπτά και έφυγε, έχοντας ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη, αδικαιολόγητο ως προς την αργοπορία του, μα σταθερό, επίμονο, εκεί. Μπήκε στο μετρό και ήθελε να καλημερίσει όσους βρίσκονταν μέσα στο βαγόνι. Ας τον περνούσαν για τρελό. Κατέβηκε στη στάση του, στο κέντρο της πόλης.
Μπήκε στην παμπ και φόρεσε την λευκή ποδιά του, έτοιμος για μία γεμάτη δημιουργία ημέρα. Όχι, δεν ήταν ο σεφ- ήταν απλώς ένας σερβιτόρος με όνειρο να γίνει σεφ. Αυτό του ήταν αρκετό. Οι πρώτοι πρωινοί επισκέπτες άρχισαν να καταφθάνουν. Η ένταση του ονείρου δεν είχε ξεθυμάνει. Ήταν ζωντανός, ήταν στην πόλη του, έβλεπε κόσμο, επικοινωνούσε, δεν ήταν μόνος. Δεν του αρέσει να είναι μόνος. Οι δίσκοι άρχισαν να γεμίζουν, ο χώρος αποκτούσε ύπαρξη και ουσία, φωνές, παρουσίες, προσωπικότητες. Οι σταθεροί θαμώνες τον χαιρετούσαν και του ζητούσαν τα συνηθισμένα ποτήρια με την αγαπημένη τους μπύρα. Έκανε διάλειμμα στο πίσω μέρος του μαγαζιού, στην πόρτα που έβλεπε ένα μικρό σοκάκι με κάδους απορριμμάτων, εκεί που έβγαιναν όσοι αναζητούσαν τον απαραίτητο καπνό της ημέρας. Ένα τσιγάρο και ξανά πίσω.
Ήταν σχεδόν απόγευμα όταν την είδε. Καθόταν στο βάθος του μαγαζιού με μία φίλη της. Εξέπεμπε ενθουσιασμό, γελούσε, κοιτούσε τον κατάλογο επί ώρα. Πείραζε τα μαλλιά της, δάγκωνε τα χείλη της. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τη αποζητούσε το στομάχι της. Τις πλησίασε. Ήταν ξένες. Εκείνη του ζήτησε να τις βοηθήσει, να επιλέξει εκείνος για χάρη τους, τα πιο λαχταριστά πιάτα, για την πρώτη τους ημέρα στην πόλη του, το πρώτο τους γεύμα στην πόλη του. Συνέχιζε τη δουλειά του έχοντας τα μάτια του στραμμένα επάνω της. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από 20 χρονών. Ήταν αδύνατη και είχε έντονο βλέμμα. Τον κοιτούσε. Ένιωσε πως τον διάβασε, πως κατάλαβε τις σκέψεις του. Όταν τελείωσε, κάθισε μαζί τους. Ήταν φιλικές, ήθελαν να γνωρίσουν έστω κι έναν άνθρωπο αυτής της πόλης, να καταλάβουν πώς είναι η ζωή εκεί, ποιες είναι οι συνήθειες τους, τι αξίζει να δουν και τι να αφήσουν. Τους πρότεινε να αναλάβει το ρόλο του ξεναγού τους για το πρώτο τους βράδυ στην πόλη. Ήταν διστακτικές, σαν να φοβήθηκαν, σαν να τους φάνηκε παράλογη η ξαφνική οικειότητα και η υπερβολική ευγένεια. Τις έπεισε.
Βράδυ. Ήταν αργοπορημένος. Πάλι. Ήξερε ότι τον περιμένουν και αναζητούσε την κατάλληλη δικαιολογία. Δύο κορίτσια μόνα, σε ένα άγνωστο μέρος να περιμένουν εκείνον που προθυμοποιήθηκε να τους δείξει τα πιο ωραία και τα πιο όμορφα από όσα τους επέτρεπε ο χρόνος τους να δουν. Τελικά κατέληξε να λέει πολλά και να μην πείθει ούτε τον εαυτό του. Φορούσε λευκό πουκάμισο και μαύρο τζιν. Βρέθηκε ανάμεσά τους και τις έπιασε αγκαζέ να περπατήσουν μαζί μέχρι το αγαπημένο του στέκι. Τον ενδιέφερε όμως μόνο εκείνη. Προσπαθούσε τυχαία να της ακουμπήσει το χέρι, να την κάνει να ρίξει λίγο το τοίχος της, να χαλαρώσει. Ήθελε να την γνωρίσει. Αυτό το βράδυ είπε πολλά. Είπε για τους γονείς του, για τα αδέρφια του, την ερωτική απογοήτευση που τον σημάδεψε, την φιλοσοφία του, την αγάπη του για τη ζωή και τα απρόοπτά της, και τον κανόνα του να μην προγραμματίζει το αύριο. Εκείνη δεν συμφωνούσε. Άκουγε με προσοχή, ενίοτε και εντυπωσιασμένη, σαν να ήθελε να συμφωνήσει, σαν να ήθελε να μπορεί να ζει έτσι, μόνο για το σήμερα, όχι για το αύριο. Καθόλου για το αύριο.
Την επόμενη ημέρα της τηλεφώνησε. Δήθεν να δει αν είναι όλα καλά κι αν επισκέφθηκαν τα μουσεία που ήθελαν. Ναι, όλα καλά. Πρότεινε να φάνε μαζί το μεσημέρι και να κάνουν βόλτα στο κέντρο, να πιουν μία μπύρα και να περπατήσουν, να τους δείξει τα υπόλοιπα. Εντάξει. Αυτή τη φορά ήταν συνεπής, στην ώρα του. Άργησαν. Προφανώς. Εκείνη ήταν πιο όμορφη, πιο περιποιημένη, έδειχνε να έχει αφιερώσει χρόνο στην εμφάνισή της. Η φίλη της νύσταζε, βαριόταν, ζαλιζόταν, ήθελε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Τις συνόδευσε εκείνος. Κατάφερε στη διαδρομή να της πιάσει το χέρι. Δεν το άφησε από τότε. Ήταν δικό του. Απαλό, μικρό, δικό του. Εκείνη έτρεμε. Δεν τον κοιτούσε. Ήταν σίγουρος που είχαν τις ίδιες σκέψεις. Επιτέλους, κατάφερε να την κάνει να μην σκέφτεται το αύριο, μόνο το τώρα.
Έμειναν μόνοι. Στο μεγάλο, ήσυχο, σαν ερειπωμένο πεζοδρόμιο, έξω από το ξενοδοχείο. Περνούσαν ελάχιστα ταξί και πού και πού ένα λεωφορείο. Κοιτάζονταν στα μάτια. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δεν ήξερε τι να της πει. Έχασε τα λόγια του, αυτός, ο πολυλογάς, ο άνετος. Δεν χρειαζόταν να της πει τίποτα. Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, τα χείλη τους ενώθηκαν, τα μάτια τους έκλεισαν. "Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως υπάρχει ένωση μεταξύ μας, ότι κάτι γεννιέται, έστω μικρό, έστω προσωρινό, μα δυνατό, το ήξερα". Αυτό της είπε.
Λίγες μέρες μετά. Άλλο ένα ξύπνημα μετά δυσκολίας σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση πως είχαν φύγει. Εκείνη είχε φύγει. Δεν της είπε «αντίο». Εξαφανίστηκε, με πρόφαση πως την ημέρα της αναχώρησης είχε δουλειές. Δεν άντεχε τους αποχαιρετισμούς. Προτιμούσε να μην υπάρχει κανένας αποχαιρετισμός στη ζωή του, να υπάρχει μόνο η προσδοκία της επόμενης συνάντησης. Να υπάρχουν αυτές οι αναμνήσεις, οι μικρές, μα πολύτιμες, αυτές που χαράζονται στο μυαλό του και χαράζουν τον άνθρωπο με τον οποίο τις μοιράστηκε για πάντα. Αυτό προτιμούσε. Θα ξαναβρεθούν. Ετοιμάστηκε μέσα σε λίγα λεπτά και έφυγε, έχοντας ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη, αδικαιολόγητο ως προς την αργοπορία του, μα σταθερό, επίμονο, εκεί. Μπήκε στο μετρό και ήθελε να καλημερίσει όσους βρίσκονταν μέσα στο βαγόνι. Ας τον περνούσαν για τρελό. Κατέβηκε στη στάση του, στο κέντρο της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Write me your comments