Η λήθη
Η Π. καθόταν σε μία γωνία του σταθμού ήσυχα. Δεν είχε γύρω
της απλωμένη την πραμάτεια της, σαν τους άλλους μικροπωλητές. Εκείνη δεν
χρειαζόταν ούτε διαφήμιση, ούτε μπορούσε να βγάλει τα προϊόντα της σε πάγκο. Ο
κόσμος γνώριζε την ύπαρξη της και τη διέδιδε από στόμα σε αυτί, κρυφά σχεδόν,
ψιθυριστά. Κι ερχόταν κόσμος εκεί στη γωνιά της στο σταθμό των τρένων,
προσεχτικά μη τους δει κανά μάτι. Με καπαρντίνες οι άντρες μακριές και ανοιχτές
ομπρέλες κι ας είχε χαρά θεού έξω στο δρόμο. Με φουλάρια και γυαλιά οι γυναίκες
και συνήθως με δυο μαύρα ρυάκια από μάσκαρα στα νοτισμένα μάγουλα τους.
Η Π. δεν έκανε συνηθισμένη δουλειά βλέπετε. Όχι ότι ήταν
παράνομη, αλλά να, πώς να πεις σε κάποιον ότι πας να βρεις μια γυναίκα που
πουλούσε και αγόραζε αναμνήσεις; Αυτό έκανε η Π. Ήταν κάτι σαν τον παλιατζή
χαμένων ερώτων, απωλεσθέντων κατοικίδιων, τραυμάτων, έπαιρνε από το μυαλό των
πελατών της οτιδήποτε τους βάραινε, τους έριχνε, τους πλήγωνε.
Μια μέρα ήρθε κοντά της η Φ. Είχε ακούσει για εκείνη από μία
φίλη της που την είχε ακούσει από αλλού κ.ο.κ. «Θέλω να ξεφορτωθώ μια μνήμη»,
είπε η Φ. αποφασιστικά. «Για τις θλιμμένες αναμνήσεις πληρώνεις, για τις
ευχάριστες πληρώνω εγώ», απάντησε η Π. που είχε βρει αυτό το κόλπο για να μη
χάνει ποτέ τα χρήματα της. «Ποιος θέλει να ξεφορτωθεί μια ευχάριστη ανάμνηση;»,
είχε σκεφτεί μια μέρα την ώρα που ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες ακτίνες πάνω
της κι οι επιβάτες των τρένων αποχαιρετούσαν τους δικούς τους στην αποβάθρα. Τα
δάκρυα ήταν συχνά στο σταθμό κι ήξερε πως το να κοστολογεί τη λύπη και την χαρά
των ανθρώπων θα ήταν πολύ επικερδές για εκείνη.
Όμως η Φ. δεν ήταν συνηθισμένο κορίτσι. «Θέλω να ξεχάσω την
ευτυχία μου», της είπε. Σάστισε η Π. και το φόρεμα της θρόισε καθώς ένα ρίγος
έκπληξης διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη. Το πουγκί με τα νομίσματα που είχε
δεμένο στη μέση της έβγαλε έναν κουδουνιστό ήχο καθώς τα νομίσματα κατάλαβαν
πως σύντομα θα άλλαζαν χέρια. «Γιατί; Δεν θες να θυμάσαι πως είναι να είσαι
ευτυχισμένη;» ρώτησε η Π., σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να μεταπείσει το αποφασισμένο
κορίτσι. Το κορίτσι έγνεψε αρνητικά, άπλωσε το χέρι του και δέχτηκε θλιμμένα τα
χρυσά νομίσματα από το πουγκί. Τα έβαλε στην τσάντα του και κάθισε σε μια
καρέκλα του σταθμού απέναντι από την Π. Αυτή βύθισε τα μάτια της μέσα στα
καστανά μάτια του κοριτσιού και πήρε μακριά από το κεφάλι της την ανάμνηση της
ευτυχίας. Η Φ. έφυγε από κοντά της χαμογελαστή. Η Π. έμεινε πίσω να κοιτάζει τα τρένα. Δεν είχε
σπίτι ποτέ της. Δεν είχε την ανάγκη να βάλει κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της.
Είχε τις αναμνήσεις των άλλων από δεκάδες σπίτια, από οικογένειες, από πρόσωπα,
αντικείμενα και αισθήσεις. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο.
Γιατί μέχρι να ξεφορτωθεί τις τόσες αναμνήσεις η Π. καθόταν
εκεί στη γωνιά της στο σταθμό και τις βίωνε, τις αρχειοθετούσε και τις έβαζε σε
κουτάκια. «Ποιες είναι οι καλύτερες αναμνήσεις;» τη ρώτησε κάποτε μια πελάτισσα
της, που είχε έρθει να ξεφορτωθεί την ανάμνηση της καλύτερης της φίλης που
τελικά την πρόδωσε κι ενδιαφερόταν να αγοράσει κάτι καινούριο να καλύψει το
κενό. «Μα οι έρωτες βέβαια», της απάντησε η Π. κι έπιασε να της περιγράφει τα
καλύτερα «προϊόντα» του είδους που είχε να της προσφέρει.
Της είπε για το ζευγάρι που έκανε έρωτα στην παραλία κάτω
από τη σπείρα του γαλαξία κι ένιωθε πως είχε μείνει μόνο του στον κόσμο. Για το
ζευγάρι που πίστεψε ότι θα μπορέσει να
τα καταφέρει απέναντι σε κάθε αντιξοότητα και που έκλαψε πολύ όταν
κατάλαβε ότι η μόνη αντιξοότητα που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ήταν όταν ο έρωτας
του ενός για τον άλλο πέθανε. Για εκείνους τους δύο που έμειναν χρόνια στη
σιωπή πριν καταφέρουν να αγαπούν ο ένας τον άλλο γι’ αυτό που είναι. Για τις
δυο γυναίκες που έπνιγαν τις κραυγές του έρωτα τους στα σεντόνια ώσπου έπνιξαν
τον ίδιο τον έρωτα για την κοινωνία και τα πρέπει της. Για τους δύο που συναντιούνταν
και ξανασυναντιούνταν μέσα στο χρόνο μέχρι να είναι τέλειοι ο ένας για τον άλλο
μα που τελικά ο χρόνος τους πρόλαβε.
«Όλες οι αναμνήσεις σου είναι θλιμμένες», είπε η πελάτισσα
κι έφυγε με βαριά καρδιά. «Όλες εκτός από μία», μονολόγησε η Π. «Έκλεισε» το
μαγαζάκι της για εκείνη την ημέρα και πήγε να κάτσει στην καρέκλα του σταθμού
που κάποτε κάθισε η Φ. Αυτή τη θέση χρησιμοποιούσε όταν ήθελε να ανασύρει αυτή,
την πιο πολύτιμη ανάμνηση.
Όταν η Φ. γνώρισε τον Μ. δεν ήξερε πως θα
της άρεσε. Το ίδιο κι ο Μ. για τη Φ. Κι όμως κόντρα σε οτιδήποτε πίστευαν
αρχικά, η Φ. και ο Μ. έμπλεξαν μεταξύ τους με τρόπους που ποτέ δεν έπρεπε να
μπλέξουν. Ένα άγγιγμα έφτανε για να βρεθούν στη θέση που τους έβλεπε η Π. μέσα
από τη μνήμη που της πουλήθηκε για 10 χρυσά νομίσματα. Η Φ. και ο Μ. γυμνοί σε
μια αγκαλιά που έμοιαζε με σύμπλεγμα φτιαγμένο από τον πιο ταλαντούχο γλύπτη,
να ενώνονται και να χωρίζουν τα σώματα τους, τις ψυχές τους, το μυαλό τους. Κι
έπειτα η Φ. και ο Μ. να συζητούν, να μοιράζονται, να κοιτάζονται πιο βαθιά απ’
όσο κοιτάχτηκαν ποτέ δυο άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη. Όχι, δεν ήταν
υπερβολή, είχε δει πολλά βλέμματα η Π. στο επάγγελμα της. Η Φ. και ο Μ. σε ένα σαλόνι, να ακούν μουσική, να τραγουδούν, να
παίζουν, να κάνουν έρωτα στο πάτωμα, να φτιάχνουν πράγματα μαζί, να
παρεξηγούνται, να ζηλεύουν, να απομακρύνονται, να έρχονται και πάλι κοντά, να
κατανοούν ο ένας τον άλλο, να συγχωρούν, να δέχονται. Η Φ. και ο Μ. να πονάνε,
με έναν πόνο μεγαλύτερο από αυτούς, που στεκόταν αμείλικτος πάνω από τα κεφάλια
τους και τους μπέρδευε. Η Φ. και ο Μ. να τρομάζουν μπροστά στην αγάπη. Η Φ. και
ο Μ. να χωρίζουν ενώ την ένιωθαν ακόμη. Να τραβούν διαφορετικούς δρόμους για να
μην χαλάσει ποτέ τίποτα από αυτό το συναίσθημα. Να μην τους πάρει την αγάπη ο πόνος, ο χρόνος, η ρουτίνα, το αύριο. Η Φ.
και ο Μ. να κλείνουν την ευτυχία τους σε ένα βάζο με φορμαλδεΰδη ο καθένας, να
την παίρνουν μαζί τους και να απομακρύνονται.
Η Π. άνοιξε τα μάτια της και αποχαιρέτησε τον ήλιο που
βουτούσε αυτή την ώρα πίσω από το σταθμό. Δεν θα πουλούσε αυτή την ανάμνηση.
Δεν θα την χάριζε σε κανέναν. Της άρεσε. Ήταν αληθινή, ήταν σκληρή, ήταν ωραία.
Δεν είχε θλίψη, παρά τον πόνο που η Φ. κουβαλούσε πάνω της, όταν ήρθε να την
συναντήσει. Είχε ειλικρίνεια, είχε αγάπη. Ήταν ένας τέλειος κύκλος κι ήταν δική
της. «Μα γιατί να θέλει κανείς να ξεφορτωθεί την ευτυχία;».
***
Η Φ, η Φ, η Φ. Καθώς απομακρυνόταν από την γυναίκα στο
σταθμό, συνέχισε να χαμογελάει. Δεν ήξερε τι είχε έρθει να ξεχάσει μα σίγουρα
αισθανόταν ανάλαφρη, σαν καινούρια. Αισθανόταν ελεύθερη για πρώτη φορά μετά από
καιρό. Βγαίνοντας από το σταθμό, συνάντησε τυχαία τον Μ. Τον χαιρέτησε, αφού
τον γνώρισε μα δεν θυμόταν ποτέ να έχουν κάτι μεταξύ τους. Τον κοίταξε χωρίς να
υποψιαστεί πως άρχιζε να της αρέσει. Ο Μ. την κοίταζε σαν χαμένος. Είχε χρόνια
να έρθει στον σταθμό, δεν ήξερε τι τον είχε σπρώξει εκεί, δεν περίμενε σίγουρα
να την βρει εκεί. Πίστευε πως η Φ. δεν θα τον αναστάτωνε πια. Δεν ήξερε πως θα
του άρεσε και πάλι. Ένα μόνο άγγιγμα ήταν αρκετό …
Αφίσες από τρεις ταινίες όπου η μνήμη παίζει τα δικά της παιχνίδια: Memento, Mulholland Drive και Eternal
Sunshine of the Spotless Mind.
Now aren"t the mind and fate such mysterious things...enjoyed reading abou P and F !
ΑπάντησηΔιαγραφήPosters from some of the best indie films ever!!!
Would you like to be a guest blogger, too, Susan? I would love you to write a love story *in English* for the red studio! xxx
ΔιαγραφήOh wow Nat.....what an honour!!!! Will have to have a big think about that!!!!! Will let you know...could take a zillion years for me to come up with something.
ΑπάντησηΔιαγραφήI am sure you ll have plenty of ideas. A love story! com on! It's a matter we ALL have something to add!!!!
Διαγραφή