Μετά την τελευταία τους συνάντηση, ένα πράγμα είχε καρφωθεί στο μυαλό του να της πει, ούτε κοπλιμέντο, ούτε κάποιο φαϊνό σχόλιο για να την κολακεύσει ή να την προλάβει πριν εκείνη κάνει οποιαδήποτε δεύτερη σκέψη σχετικά με τις συναντήσεις τους. "Με ενδιαφέρεις. Με ενδιαφέρει να σε γνωρίσω, με ενδιαφέρει να σε δω καλύτερα". Αυτό. Μια πρώιμη εκδήλωση ενδιαφέροντος, μέσα στη χαώδη σκέψη και την εξίσου χαώδη ζωή τους, ένας τρόπος να της πει αυτό που λαϊκότερα κάποιος θα εξέφραζε ως "Μη χαθούμε" μαζί με ένα "Μου αρέσεις". Για εκείνον βέβαια ήταν μια πρώιμη εκδήλωση ενδιαφέροντος που θα του εξασφάλιζε ίσως και τη δυνατότητα να μην παρεξηγηθεί ή εκτεθεί, σε περίπτωση που από την πλευρά της δεν ήταν αμοιβαία η έλξη.
Έτσι είχε μάθει να ζει, να προχωράει και να ερωτεύεται: εκ του ασφαλούς. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος, πιο αυθόρμητος, πιο ανώριμος ίσως και σίγουρα πιο πρωτόγονος, για να ζήσει μια κατάσταση, να βουτήξει μέσα της και να χαθεί, να νιώσει μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο το συναίσθημα, ήταν για εκείνον περιττή. Ήταν ένα αγχώδες φορτίο που δεν είχε κανέναν λόγο να αναλάβει. Η αγάπη, ο έρωτας, το δόσιμο και το μοίρασμα, όχι μόνο δεν ήταν συνώνυμα του εαυτού του ή προσωπική του ανάγκη και επιθυμία, αλλά μάλλον αναγκαίο κακό που αφού ερχόταν που ερχόταν από μόνο του -αλίμονο αν μπορούσε και αυτό να ελέγξει- τότε καλύτερα να το ζήσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται, όσο πατάει η γάτα δηλαδή.
Γεγονός, βέβαια, που για αρκετά χρόνια τον κράτησε -εγκλωβισμένο θα προσέθετε ένας παρατηρητής- σε μία σχέση που τόσο οι γύρω του, όσο και ο ίδιος στις στιγμές που τολμούσε να πει την απόλυτη αλήθεια στον εαυτό του, θεωρούσαν πως ισορροπούσε στη μετριότητα. Μετριότητα από την άποψη των συναισθημάτων, της έντασής τους και της δικής του τόλμης να μοιραστεί, να ανοιχτεί, να δεχτεί, να γευτεί, να επηρεαστεί, να νιώσει ότι δεν είναι μόνος, ότι υπάρχει κάτι απολαυστικότερο από το να λες "εγώ". "Νιώθω" ισχυριζόταν εκείνος, "διασκεδάζω", "γελάω", απλά "δεν θέλω κάτι παραπάνω, είμαι καλυμμένος". Καλυμμένος, σαν να λέει δηλαδή, σε διάλεξα (ή με διάλεξες αντίστοιχα) για να καλύψω κάποιες ώρες, κάποιες στιγμές ή κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες. Δεν τολμούσε να αναρωτηθεί αν και η άλλη πλευρά ήταν καλυμμένη -τι σήμαινε για εκείνη το "καλυμμένη", ποια σημεία είχε ανάγκη να καλύψει ή ακόμη πιο συγκεκριμένα: κι αν εκείνη ήταν απλώς ερωτευμένη, ολοκληρωμένη και αποφασισμένη να ζήσει αυτό τον έρωτα χωρίς να κοιτάει ποια ακριβώς κενά της καλύπτει;
"Δεν θέλω να σε καλύπτω, θέλω να σε γεμίζω με αισθήματα, σκέψεις και επιθυμίες που ούτε εσύ ήξερες ότι είχες ανάγκη, να σου γεμίζω κενά που ούτε εσύ ήξερες ότι είχες, να σου δημιουργώ την αίσθηση ότι το μόνο που ξέρεις είναι τι δεν θέλεις να χάσεις, όχι τι να αποκτήσεις". Κάπως έτσι -ίσως όχι τόσο ποιητικά- τον αποχαιρέτησε μια ωραία ημέρα η "μετριότητα", αναχωρώντας για άλλες ερωτικές πολιτείες. Και του στοίχισε. Γιατί τότε συνειδητοποίησε ότι η "πανοπλία" που νόμιζε πως τον είχε θωρακίσει όλο αυτό το διάστημα, η λογική πως με τη στάση του αυτή θα την έβγαζε καθαρή στα δύσκολα και δεν θα πληγωνόταν αν η πυξίδα του έχανε τον Βορρά της, ήταν χάρτινη. Μια αυταπάτη.
Μετά από λίγες ημέρες συνάντησε ξανά το νέο του ενδιαφέρον. Πέρασαν κάποιες ώρες συζητώντας, ανακαλύπτοντας ο ένας τον άλλο στα βασικά: το φαγητό, τον τρόπο που κινείται, που μιλάει, που γελάει, τι χιούμορ έχει, πώς εκφράζεται. -Με ενδιαφέρεις, της είπε φεύγοντας. Έκανε παύση λίγων δευτερολέπτων -όσο χρειαζόταν δηλαδή για να βγάλει τη χάρτινη πανοπλία του- και την αποχαιρέτισε με ένα τρυφερό φιλί.
-Μου αρέσεις, θέλω να σε ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Write me your comments