Δεν μιλάει πια ο κόσμος. Ή μάλλον, μιλάει πολύ πια ο κόσμος. Πολύ ανούσια, πολύ επιφανειακά, χωρίς ουσιαστικό λόγο, χωρίς ουσιαστικές σκέψεις. Φοβάται να μοιραστεί την αλήθεια του. Δεν έχει πολλή αλήθεια. Απλά περιφέρεται σε έναν κόσμο γεμάτο λέξεις συνηθισμένες, εύκολες, προσωρινές. Σε χώρους που κανείς δεν ρίχνει ματιές με νόημα πια, σε χώρους με υποτονικούς φωτισμούς, δυνατή μουσική, πανομοιότυπα πρόσωπα και αντιδράσεις. Τόσο ίδια, που αν φερθείς διαφορετικά, είσαι παράταιρος. Δεν αγαπάει πολύ ο κόσμος. Δεν αγαπάει ούτε τον εαυτό του. Τον κρατά κι αυτόν στην επιφάνεια, δέσμιο μιας εικόνας αποδεκτής, μιας δήθεν κουλ συμπεριφοράς που δεν θα παρεξηγηθεί, ίσα ίσα θα τον κρατήσει ασφαλή για λίγο ακόμη. Για πόσο ακόμη; Για πόσο ακόμη αντέχεις τα άδεια βλέμματα; Για πόσο ακόμη αντέχεις τα ίδια βλέμματα; Βλέμματα που σου επιβεβαιώνουν το εγώ σου για μερικές στιγμές, σε κάνουν να νιώθεις αρεστός, να μη φοβάσαι μήπως μείνεις μόνος. Γιατί αρέσεις.
Την τελευταία φορά που μπήκα στο μαγαζί με το κόκκινο χαλί, δεν κοίταξα τριγύρω. Ήθελα να ζήσω τη δική μου στιγμή, τη δική μου βραδιά, τη δική μου συντροφιά, χωρίς να αναλώνω ματιές στον χώρο, που -αν και γεμάτος πρόσωπα- ήταν απλά ένας χώρος, μια βιτρίνα των ανθρώπων που ενώνουν τις μοναξιές τους για μερικές ώρες, με σύμμαχο κι από ένα κινητό τηλέφωνο. Έκλεισα το κινητό μου. Αφέθηκα στη στιγμή, στην κουβέντα, κι ας ήταν επιφανειακή και συνηθισμένη, γέλασα πολύ εκείνο το βράδυ, γέλασα με την ψυχή μου. Η Σ. περιέγραφε την τελευταία της συναισθηματική περιπέτεια, η Μ. ονειρευόταν τις θάλασσες και τις βουτιές που δεν έχουν έρθει ακόμη, ο Ν. έδινε συμβουλές απομάκρυνσης τους τοξικούς ανθρώπους, η Ε. καταριόταν τη μιζέρια που ήρθε μαζί με την κρίση, τόσο στις τσέπες μας, όσο και στα συναισθήματά μας. Κόσμος πηγαινοερχόταν στο κόκκινο χαλί, ο DJ έπαιζε το Another day of sun από το La La Land, κι εγώ σκόνταψα επάνω σου.
Είχες διαπεραστική ματιά, βαθιά, έλειπε επιτέλους αυτό το κενό που για καιρό συναντούσα στα μάτια των ανθρώπων. Χαμογέλασες αυθόρμητα κι εγώ ντράπηκα. Ακούς; Ντράπηκα. Γιατί σχεδόν είχα ξεχάσει τι θα πει να χαμογελούν οι άγνωστοι. Hello stranger, σκέφτηκα. Και απάντησα στο χαμόγελο με ένα πλατύ, δικό μου, λίγο από αμηχανία, λίγο από σαστιμάρα. Βρεθήκαμε να μιλάμε για την επόμενη ώρα, για τη ζωή και τη ζωή μας, για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες μας, για αυτή τη χαμένη αλήθεια που αναζητούν οι ήρωες μυθιστορημάτων και τη βρίσκουν στα πιο απίθανα μέρη. Δεν φλερτάραμε. Δεν κοιταζόμασταν με αυτό το λάγνο βλέμμα που σβήνει στο τέλος της νύχτας, είτε έχοντας ικανοποιηθεί, είτε απλά γιατί τόσο ήταν να διαρκέσει. Κοιταζόμασταν με δίψα. Δίψα για συγκίνηση αληθινή. Για φλερτ μεγαλύτερο από το "φλερτ" που ξέρουμε -δεν υπάρχει λέξη να το περιγράψει-, για μοίρασμα και αμοιβαιότητα. Δεν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας. Υπάρχει αλήθεια, κι αν δυο αλήθειες συναντηθούν, μπορεί να ερωτευτούν. Οι παρέες μας έγιναν μία, και στον αέρα επικρατούσε μια αύρα θετική, μια ενέργεια γλυκιά, ένα κέφι που σαν να μεταδιδόταν από τον έναν στον άλλο, λες και ήμασταν μια παλιά συντροφιά που είχε καιρό να βρεθεί και να γελάσει.
Πόσες τέτοιες ιστορίες έχουν ξεκινήσει με αυτό τον τρόπο, ε; Επάνω σε ένα κόκκινο χαλί, ένα καλοκαιρινό βράδυ, στην πόλη. Ανάμεσα σε δεκάδες φωνές και ανάγκες και ελλείψεις, ανάμεσα σε τόσες μοναξιές που παλεύουν να ενωθούν. Όλοι μια αγκαλιά ψάχνουμε, μου είπε πρόσφατα κάποιος, που όμως αναλώνεται σε προσωρινές αγκαλιές. Κι εγώ, που αν η έμφαση δινόταν στο ΜΙΑ θα συμφωνούσα απόλυτα μαζί του, αισθανόμουν τελικά ότι είχα πολλές αγκαλιές εκείνο το βράδυ, αγκαλιές από φίλους, αγκαλιά από τον ξένο, αγκαλιά από τη μουσική. Μια αγκαλιά η ζωή μου ολόκληρη. Κι ας μιλάει πολύ ο κόσμος. Κι ας μένει στην επιφάνεια ο κόσμος. Κι ας φοβάται να δει μέσα του και να βρει το μονοπάτι του. Αγαπάει ακόμη ο κόσμος.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ :)
Διαγραφή