Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

O ιός

Δεν σου είπα ποτέ ότι ήταν πολύ ωραίο το χέρι σου πάνω στο δικό μου εκείνη την βραδιά, που τρώγαμε μακαρονάδες. Σε ένα μισοάδειο μαγαζί, που εμάς μας φαινόταν ότι είχε κόσμο πολύ και θέλαμε ησυχία. Ήταν ωραίο το χέρι σου πάνω στο δικό μου, ήταν ανακουφιστικό, ήταν ζεστό, δεν ήταν δεδομένο. Ήταν ανακουφιστικό ότι ήσουν εκεί δίπλα εκείνη τη νύχτα, όταν ένιωθα ότι είχε συμβεί μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου και ποτέ δε σου είπα ευχαριστώ. Δεν σου είπα ευχαριστώ για αυτό το τραπέζι, ήταν πολύ ωραίο, θα έπρεπε να το κάνουμε πιο συχνά, χωρίς να κοιτάξουμε ούτε μία φορά το ρολόι, χωρίς να πούμε "θα τα πούμε την Πέμπτη", και την Πέμπτη να το αναβάλουμε γιατί κάτι έτυχε, και να μην ανανεώσουμε ποτέ. 

Συγνώμη που δεν σου έδωσα εκείνο το φιλί, το ήθελα. Ναι ήταν καλό να μετράμε τα φιλιά μας, να μετράμε τα λόγια μας, όλα δίνονταν χωρίς σκέψη, κι εμείς θέλαμε να το αλλάξουμε αυτό, θα είχαμε χρόνο άλλωστε, να τα ξαναπούμε, να αποδείξουμε ότι είχαν νόημα. Είχαν νόημα, φυσικά και είχαν. 

Δεν θα ξαναγυρίσει εκείνο το βράδυ, με το χέρι σου πάνω στο δικό μου, με τα αστεία που μου έλεγες για να νιώσω καλύτερα, ούτε εκείνη η Πέμπτη που αναβάλαμε να ξαναβρεθούμε θα έρθει πάλι, ούτε αυτός ο λιγοστός κόσμος που μας φαινόταν πολύς θα μας κυκλώσει ξανά. 
Τώρα το μαγαζί είναι κλειστό, μπορείς να παραγγείλεις την μακαρονάδα στο σπίτι, να την φας μόνος σου, και εγώ μόνη μου, να πούμε εντυπώσεις μέσω μίας βιντεοκλήσης, μετά να πλύνουμε καλά τα χέρια μας, να πετάξουμε τη σακούλα με το πακέτο, το άδειο πακέτο, να σου στείλω ένα φιλί. 

Έχω ξεχάσει πώς είναι το χέρι σου πάνω στο δικό μου, ξέρω ότι όλοι αυτοί που ήταν γύρω μας εκείνο το βράδυ είναι κι αυτοί μόνοι τους τώρα, το πολύ πολύ περπατούν φορώντας μάσκες στο πρόσωπό τους, μιλάνε με τα μάτια και κρατούν αποστάσεις 2 μέτρων. 
Δεν ενοχλούν εσένα κι εμένα πια, ενοχλούν και ενοχλούνται οι ίδιοι, κοιτούν καχύποπτα με τη σειρά τους όποιον συναντούν. Και σε αυτούς θέλω να ζητήσω συγνώμη, μου λείπουν οι φωνές και φασαρία τους, η ελευθερία τους, όπως και η δική μας, η μούρη τους η ξινή, η άνετη, η αυθεντική, η φανερή. Τώρα είναι φοβισμένοι, λένε -όπως κι εσύ, όπως κι εγώ-, ότι υπάρχουν πολλά θετικά σε αυτή την ιστορία, ότι βρίσκουν κι εκείνοι τώρα τα λόγια που εκείνο το βράδυ ίσως δεν είχαν τολμήσει να πουν στους διπλανούς τους. 

Τολμούσαν όμως να φτερνιστούν μπροστά τους, τολμούσαν να πιούν από το ίδιο ποτήρι και να δοκιμάσουν από το πιάτο που ήταν στη μέση, όπως κι εμείς -ναι- τρώγαμε από το ίδιο πιάτο. Και μου κρατούσες στο χέρι και ήθελα να σε φιλήσω,
 και να σου πω "ευχαριστώ που είσαι εδώ". 

Δεν το έκανα ποτέ, 
συγνώμη. 


*The Lovers II, 1928 by Rene Magritte


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Write me your comments