"Παιδί μου αλλιώτικο, παιδί μου απίθανο, καρδιά μου μεγάλη...
τα πάντα χαλάλι σου, χαλάλι τα δάκρυα κι οι πίκρες χαλάλι..."
(Η σκλάβα σου, Τζένη Βάνου)
(Η σκλάβα σου, Τζένη Βάνου)
Όταν διάβασα στο πρόγραμμα ότι η παράσταση Θα σε πάρω να φύγουμε διαρκεί σχεδόν τρεις ώρες, ήμουν σχεδόν πεπεισμένη -όπως συνηθίζω να προτρέχω λίγο- ότι θα κουραστώ, και μιας και αφηγείται την ιστορία της επιθεώρησης ξεκινώντας από χρονολογία κατά την οποία ούτε η γιαγιά μου δεν είχε γεννηθεί (δεκαετία '30), το σχεδόν γινόταν μεμιάς βέβαιο.
Γιατί δεν ήξερα ότι οι μελωδίες που σιγομουρμουρίζουμε χρόνια τώρα, που έγιναν σουξέ στη συνέχεια και που τραγουδήθηκαν από τόσους και τόσους καλλιτέχνες, ξεκίνησαν από την επιθεώρηση. Στο Θα σε πάρω να φύγουμε (σε σκηνοθεσία Φωκά Ευαγγελινού, κλαπ-κλαπ, εύγε), όντως "φύγαμε" κι εμείς μαζί με τους καλλιτέχνες, τραγουδήσαμε, χειροκροτήσαμε, θυμηθήκαμε, νοσταλγήσαμε, χαρήκαμε. Είδαμε την Ελλάδα αμετανόητη να γελά με τον εαυτό της, να αυτοσαρκάζεται. Όλοι μας γελούσαμε, όλοι μας ξέραμε ότι έχουμε ανάγκη να δούμε κατάμουτρα την ιστορία και να γελάσουμε με τα χάλια μας. Εγώ ένιωσα πως έγινα μέρος μιας παλιάς ελληνικής ταινίας, από αυτές που βλέπω από παιδί, με τα υπέροχα χορευτικά και τα πολύχρωμα κοστούμια, τις πραγματικά αστείες ατάκες (!) και την Αθήνα στο φόντο, όμορφη.
Γιατί δεν ήξερα ότι οι μελωδίες που σιγομουρμουρίζουμε χρόνια τώρα, που έγιναν σουξέ στη συνέχεια και που τραγουδήθηκαν από τόσους και τόσους καλλιτέχνες, ξεκίνησαν από την επιθεώρηση. Στο Θα σε πάρω να φύγουμε (σε σκηνοθεσία Φωκά Ευαγγελινού, κλαπ-κλαπ, εύγε), όντως "φύγαμε" κι εμείς μαζί με τους καλλιτέχνες, τραγουδήσαμε, χειροκροτήσαμε, θυμηθήκαμε, νοσταλγήσαμε, χαρήκαμε. Είδαμε την Ελλάδα αμετανόητη να γελά με τον εαυτό της, να αυτοσαρκάζεται. Όλοι μας γελούσαμε, όλοι μας ξέραμε ότι έχουμε ανάγκη να δούμε κατάμουτρα την ιστορία και να γελάσουμε με τα χάλια μας. Εγώ ένιωσα πως έγινα μέρος μιας παλιάς ελληνικής ταινίας, από αυτές που βλέπω από παιδί, με τα υπέροχα χορευτικά και τα πολύχρωμα κοστούμια, τις πραγματικά αστείες ατάκες (!) και την Αθήνα στο φόντο, όμορφη.
Πρόκειται για μία σπουδαία υπερπαραγωγή -με τον Γιώργο Κατσαρό να διευθύνει την ορχήστρα-, από αυτές που αξίζει να γίνονται τώρα, που οφείλουν να γίνονται, όχι μόνο για να ξεχνάμε τις δυσκολίες (που κι αυτό μας χρειάζεται) αλλά και για να θυμόμαστε ότι εκεί έξω υπάρχει ακόμη κόσμος (πολύς κόσμος) που πιστεύει ότι η Τέχνη θα μας σώσει όλους.
Info
Info
Πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η «Κυρία Επιθεώρηση» (ο Αντώνης Λουδάρος είναι τόσο απολαυστικός που κλέβει την παράσταση) η οποία επιστρέφει στη σκηνή για να ταξιδέψει τον κομπέρ-εγγονό της πίσω στο χρόνο, στις σημαντικότερες στιγμές της. Στο σανίδι παρελαύνουν μυθικοί πρωταγωνιστές, αμίμητες ατάκες, σπουδαίες φωνές, αθάνατα τραγούδια και τα λαμπερά θέατρα της χρυσής εποχής της επιθεώρησης. Η «Κυρία Επιθεώρηση» παίρνει το θεατή από το χέρι και τον ξεναγεί στα μπουλούκια και τα ιστορικά θέατρα της Αθήνας από τη δεκαετία του ‘30 έως τις αρχές της δικτατορίας του 1967. Τον ξεναγεί σε δεκάδες επιθεωρησιακά νούμερα και τραγούδια, σαν τα «Πίτσα Πιπίτσα», «Παλόμα», «Θέλω να Χορεύω», «Όλα με Δόσεις», «Το Τραμ το Τελευταίο», «Ομόνοια Πλας», «Εγώ θα Κόψω το Κρασί», «Κάθε Λιμάνι και Καημός». Τον ξεναγεί, ακόμη, στον πιο ευτυχή θεατρικό ανταγωνισμό, όταν η «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη ανέβαινε στο Θέατρο Παρκ και η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι λίγα μέτρα πιο πέρα, στο Θέατρο Μετροπόλιταν.
Ακούστε κι αυτό, αφιερωμένο.
Just read my comment on your following post Nat and you will know why I am laughing!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή