Στεκόταν δίπλα στο μεγάλο τζάμι και κοιτούσε έξω, τα γκρίζα χρώματα της ομίχλης.
Κάθε της ανάσα θόλωνε ακόμη περισσότερο το τοπίο, μπροστά της.
Με το δάχτυλό της σχεδίασε κάποιες ασυνάρτητες γραμμές, έτσι όπως έκανε όταν ήταν παιδί.
Ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη έφεση στη ζωγραφική, όμως αγαπούσε πολύ τα χρώματα.
Μπορούσε να ζωγραφίσει το πιο απλό, το πιο συνηθισμένο κι αστείο σπιτάκι ή ανθρωπάκι της φαντασίας της και να το ζωντανέψει με όσο περισσότερα χρώματα επιθυμούσε.
Μεγαλώνοντας, αυτή η χρωματιστή πραγματικότητα άρχισε να ξεθωριάζει, να χάνει τη λάμψη της ή τη φρεσκάδα της. Κι εκείνη επιστράτευε πάντα τα χρώματα του μυαλού της, για να επαναφέρει στις εικόνες της τα χρώματά τους.
Τις σκέψεις της διέκοψε ο γάτος της, οποίος πλησίασε γουργουρίζοντας τα πόδια της με διάθεση για χάδια και παιχνίδια. Κι εκείνη, αν ήταν ζώο, το ξέρει, θα ήταν σίγουρα γάτα. Αρπακτικό αλλά και χαδιάρα, αμυντική αλλά και έτοιμη να αφεθεί, δραστήρια και ενίοτε στατική, ήσυχη όσο δεν πάει.
Τον χάιδεψε για λίγα λεπτά, αφηρημένη, και κάθισαν μαζί, αγκαλιά, στην μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού.
Το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο έξω, στη βροχή... Ως παιδί την αγαπούσε, ως έφηβη τη μισούσε, τώρα ξανά αισθανόταν έντονα την καθαρτική της δράση. Βροχερή ήταν η μέρα που αποφάσισε να φύγει. Που αποφάσισε να κυνηγήσει ένα όνειρό της σε μια άλλη χώρα, να αφήσει πίσω της όλα όσα αγαπούσε, έστω προσωρινά, πιστεύοντας ότι όσα είναι γραφτό να έχουν διάρκεια, θα κρατήσουν, θα ξεπεράσουν τα χιλιόμετρα και τις θάλασσες. Ή αυτό ήθελε να πιστεύει.
Εκείνος της είχε πει πως θα την ακολουθήσει, πως θα είναι μαζί της σε όποια απόφαση κι αν πάρει, όπου κι αν αυτή τον οδηγήσει. Της είχε πει πως δεν είχε τίποτα να τον κρατήσει πίσω, πως κάθε του σκέψη αφορούσε εκείνη, πως κάθε του κύτταρο επιθυμούσε να είναι μαζί της, δίπλα της.
"Θέλω να ζω μαζί σου". Αυτά ήταν τα λόγια του. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό πήγε να την συναντήσει, όμως για λίγες μόνο μέρες, ως μία "πρώτη επαφή" με το νέο του περιβάλλον.
"Την επόμενη φορά δεν θα βγάλω εισιτήριο επιστροφής", της είπε. Δεν ήρθε όμως η επόμενη φορά. Εκείνη συνήθισε να κοιμάται και να ξυπνάει μόνη της... Εκείνος συνειδητοποίησε ότι τελικά υπήρχαν αρκετά που τον κρατούσα πίσω, αρκετά που θεωρούσε ασήμαντα, αλλά τελικά δεν ήταν.
Τελικά, τι ήταν αυτό που είχαν μοιραστεί; Τι απαιτείται για να κρατήσει ένας έρωτας όταν υπάρχει απόσταση; Πόσο δυνατός πρέπει να είναι για να υπερνικηθούν όλα τα άλλα εμπόδια;
Ήταν δύο ανειλικρινή παιδιά ή δύο ενήλικες, απλά παρασυρμένοι από ένα πάθος που έσβησε;
Ποιος μπορεί να της απαντήσει;
Έπιασε στα χέρια το κινητό της τηλέφωνο. Έγραψε δύο λέξεις και τις έστειλε.
Σκέτες, βροχερές, παθιασμένες, απλές.
Μου λείπεις.
Το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο έξω, στη βροχή... Ως παιδί την αγαπούσε, ως έφηβη τη μισούσε, τώρα ξανά αισθανόταν έντονα την καθαρτική της δράση. Βροχερή ήταν η μέρα που αποφάσισε να φύγει. Που αποφάσισε να κυνηγήσει ένα όνειρό της σε μια άλλη χώρα, να αφήσει πίσω της όλα όσα αγαπούσε, έστω προσωρινά, πιστεύοντας ότι όσα είναι γραφτό να έχουν διάρκεια, θα κρατήσουν, θα ξεπεράσουν τα χιλιόμετρα και τις θάλασσες. Ή αυτό ήθελε να πιστεύει.
Εκείνος της είχε πει πως θα την ακολουθήσει, πως θα είναι μαζί της σε όποια απόφαση κι αν πάρει, όπου κι αν αυτή τον οδηγήσει. Της είχε πει πως δεν είχε τίποτα να τον κρατήσει πίσω, πως κάθε του σκέψη αφορούσε εκείνη, πως κάθε του κύτταρο επιθυμούσε να είναι μαζί της, δίπλα της.
"Θέλω να ζω μαζί σου". Αυτά ήταν τα λόγια του. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό πήγε να την συναντήσει, όμως για λίγες μόνο μέρες, ως μία "πρώτη επαφή" με το νέο του περιβάλλον.
"Την επόμενη φορά δεν θα βγάλω εισιτήριο επιστροφής", της είπε. Δεν ήρθε όμως η επόμενη φορά. Εκείνη συνήθισε να κοιμάται και να ξυπνάει μόνη της... Εκείνος συνειδητοποίησε ότι τελικά υπήρχαν αρκετά που τον κρατούσα πίσω, αρκετά που θεωρούσε ασήμαντα, αλλά τελικά δεν ήταν.
Τελικά, τι ήταν αυτό που είχαν μοιραστεί; Τι απαιτείται για να κρατήσει ένας έρωτας όταν υπάρχει απόσταση; Πόσο δυνατός πρέπει να είναι για να υπερνικηθούν όλα τα άλλα εμπόδια;
Ήταν δύο ανειλικρινή παιδιά ή δύο ενήλικες, απλά παρασυρμένοι από ένα πάθος που έσβησε;
Ποιος μπορεί να της απαντήσει;
Έπιασε στα χέρια το κινητό της τηλέφωνο. Έγραψε δύο λέξεις και τις έστειλε.
Σκέτες, βροχερές, παθιασμένες, απλές.
Μου λείπεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Write me your comments