Έφτασε περιχαρής.
-Σου έχω ένα δώρο, είπε.
Χαμογελούσαν μέχρι και τα μουστάκια του, όπως κάθε φορά που έφερνε ένα δώρο. Του άρεσαν τα δώρα, σχεδόν την πίεζε να της κάνει δώρα, να της αγοράσει καθετί που μπορεί να έλεγε απλώς πως της αρέσει, με μια έως και εμμονικά δοτική διάθεση που ενίοτε καταργούσε τη χαρά του δοσίματος και της όποιας έκπληξης από πλευράς της.
-Δώρο; Τι δώρο; Μα, πάλι; του είπε.
Ήταν ένα ολοστρόγγυλο πακέτο.
-Έλα, πάρ'το!
Τον ευχαρίστησε με ένα φιλί και το έπιασε στα χέρια της με έναν μικρό δισταγμό. Δεν χρειαζόταν να της πάρει πάλι δώρο, δεν είχε γιορτή ή γενέθλια, δεν πήρε προαγωγή, δεν είχε καν μια κακή μέρα που χρειαζόταν να την τονώσει. Αλλά το δώρο είναι δώρο, ε, είναι δόσιμο, είναι αγάπη, ε;
Το στρογγυλό πακέτο περιλάμβανε ένα σκουρόχρωμο χειμερινό κράνος μηχανής.
-Για να μπορούμε να απολαμβάνουμε τις βόλτες μας με τη μηχανή μου και τον χειμώνα, χωρίς να κρυώνεις.
Ναι, οκ, δεν ήταν κακή ιδέα, στις σπάνιες φορές που τον χειμώνα χρειάστηκε να μετακινηθούν με μηχανή το κρύο ήταν ανυπόφορο για εκείνη που δεν ήταν συνηθισμένη στο όχημα αυτό. Αλλά όχι μόνο λόγω κράνους -χρειαζόταν ολόκληρη στολή για να μπορεί να ανέβει με άνεση. Αλλά και πάλι, την αγαπούσε, της πήρε δώρο, τη σκέφτηκε...
-Ευχαριστώ!
Και αποφάσισε να το δοκιμάσει.
Μόλις το πέρασε στο κεφάλι της, κι έμειναν μόνο τα μάτια της ακάλυπτα, ένιωσε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, εγκλωβισμένη. Σαν να την είχαν κλείσει κάπου και της είχαν στερήσει μέχρι και το οξυγόνο της, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Την έπιασε πανικός, δεν μπορούσε να το βγάλει, είχε σφηνώσει στο κεφάλι της, κι εκείνη ένιωθε πως θα λιποθυμούσε. Μέσα στα ίδια αυτά δευτερόλεπτα, εκείνος, που την αγαπούσε, που της έκανε δώρα για να της το δείξει, που τη σκεφτόταν κάθε λεπτό της ημέρας, δεν μπορούσε να τη βοηθήσει -εκείνος την είχε εγκλωβίσει.
Ουφ!
Μια δραστική κίνηση και το έβγαλαν. Ένα μικρό σκουλαρίκι της πετάχτηκε στο πάτωμα. Πήρε βαθιές ανάσες.
Έμεινε μερικές στιγμές να σκέφτεται πώς η αγάπη μπορεί να σε περιορίσει, να σε εγκλωβίσει, μέχρι και να σε πνίξει, πώς μπορεί αυτός που σε αγαπάει να σου στερεί την ελευθερία σου, τι είναι τελικά η αγάπη και το δώρο, αν όχι μια προσπάθεια να με αγαπήσεις κι εσύ, να δεθείς περισσότερο μαζί μου, να αισθανθείς πόσο καλός είμαι, πόσο ανάγκη με έχεις, πόσο άδικο είναι να μου θυμώνεις, εμένα, που σου κάνω δώρα και σε φροντίζω και σε νοιάζομαι;
Μα τι βλακείες σκέφτομαι, είπε στον εαυτό της. Έσπρωξε με την άκρη του παπουτσιού της το σκουλαρίκι κάτω από τον καναπέ, έδιωξε τις αρνητικές σκέψεις, γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε. Εκείνος, προβληματισμένος, στεναχωρημένος που το δώρο του δεν είχε ακριβώς την επιτυχία που περίμενε, την κοιτούσε με σάστισμα.
-Με συγχωρείς, μάλλον μου ήταν μικρό το νούμερο. Θα το αλλάξουμε μαζί.
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΙΣΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ...ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΒΟΛΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΑΝΑΠΝΕΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΧΧ