Δεν ήθελε να φύγει. Φαινόταν στη στάση του, στο βλέμμα του, στις σύντομες ματιές που της έριχνε ενώ προχωρούσαν. Ήθελε να τη σταματήσει, εκεί στη μέση του πεζόδρομου, και να τη φιλήσει. Χωρίς λόγια. Δεν το έκανε. Πώς θα υποστήριζε έτσι τον ρόλο του "χαμένου", του "κακού", του "αναίσθητου" που με τόση προσήλωση και επιχειρήματα έχτιζε όλο το βράδυ; Αν τη φιλούσε, απλώς θα γκρέμιζε ένα κατασκευασμένο οικοδόμημα γεμάτο απαγορευτικά σήματα τα οποία αν εκείνη παραβίαζε, θα είχε την απόλυτη και μοναδική ευθύνη. Γι' αυτό συνέχισε να προχωράει δίπλα της, ρίχνοντας ακόμη πιο σύντομες ματιές και λέγοντας οτιδήποτε άσχετο με εκείνους που θα άλλαζε το κλίμα -ή έστω θα γέμιζε τον ελάχιστο κοινό χρόνο που τους απέμενε μέχρι να φτάσουν στον χώρο, όπου εκείνη θα συναντούσε την παρέα της. Και θα χωρίζονταν. Καλύτερα να έπαιρνε εκείνη την όποια απόφαση, να ήταν εκείνη αυτή που θα εισέβαλε με το "έτσι θέλω" στον καλά προστατευμένο χώρο του, για τον οποίο την είχε ενημερώσει. Έτσι, αν οτιδήποτε πήγαινε στραβά, αν ο "χαμένος", "κακός", "αναίσθητος" εαυτός του έκανε την εμφάνισή του ανά πάσα στιγμή, εκείνος, άμοιρος ευθυνών, θα ήταν -στη χειρότερη περίπτωση- απλώς συνεπής στα λόγια του, κι εκείνη θα έπρεπε να αντιμετωπίζει εν γνώσει της όσα και οι δύο φοβούνταν.
Εκείνη ήθελε να φύγει. Για την ακρίβεια, δεν την κρατούσε τίποτα, εδώ και ώρα. Περπατούσε κοιτώντας σχεδόν προσηλωμένη ευθεία μπροστά, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Τον έπιανε με την άκρη του ματιού της να την κοιτάζει, δεν ήθελε να τον κοιτάξει. Ήταν θυμωμένη μαζί του, με τον εαυτό της, με τον καιρό, με τη φάση, με όλα. Η συζήτηση έκανε κύκλους γύρω από τα ίδια ζητήματα, με εστίαση στις διαφορές τους, στο πόσο διαφορετικά πράγματα ήθελαν. Δεν ήθελαν τίποτα διαφορετικό. Ήθελαν ακριβώς τα ίδια. Να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν. Αυτό που τους καθιστούσε τόσο διαφορετικούς ήταν η στάση τους απέναντι σε αυτά και τα λόγια που χρησιμοποιούσαν για να τα εκφράσουν. Για την ακρίβεια, κανείς από τους δύο δεν είπε ποτέ τι ήθελε, αλλά τι δεν ήθελε. Δεν είπαν τι ένιωθαν, αλλά τι δεν θα νιώσουν ή δεν θέλουν να νιώσουν. Δεν έκαναν ούτε μία μικρή στάση στην κουβέντα τους για να πουν κάτι θετικό, να παραδεχτούν κάτι θετικό ανάμεσά τους.
Αυτή φοβόταν μην αποκτήσει προσδοκίες, μην αυτές οι προσδοκίες διαψευστούν, μη ζητήσει κάτι που δεν θα μπορούσε να πάρει, μη χάσει χρόνο, όπως τις άλλες φορές, μην έρθει αντιμέτωπη με άβολες μαύρες μέρες, από τις οποίες πάντα αγωνιζόταν να ξεφύγει. Εκείνος φοβόταν μην απογοητεύσει και απογοητευτεί, μην αισθανθεί, μη χάσει την ελευθερία του, μην ξεβολευτεί από τη μιζέρια του, γιατί για εκείνον, ακόμη και οι άβολες μαύρες μέρες, λόγω διάρκειας, είχαν γίνει μια συνήθεια την οποία προτιμούσε γιατί του ήταν γνώριμη, κόντρα στο άγνωστο διαφορετικό. Άβολες μαύρες μέρες που ξεκινούν από άβολες στιγμές, από άβουλες στιγμές ή και από υπερβολικές σιγουριές, από υπεραναλύσεις και πολλά λόγια, από κουβέντες που γίνονται κουβάρι, του οποίου η άκρη δεν εμφανίζεται ποτέ.
Άβολες μαύρες μέρες.
-Θα τα πούμε, ε;
Which is why we must shout out "I love you", say, but mostly show, how we feel, be grateful for what we have, live for the moment, because, after all, life is too short, and, if one relationship doesn't work out, then, it wasn't meant to be!
ΑπάντησηΔιαγραφήAlways remember, there are other fish in the sea.
Susan. xxx
I love you!
Διαγραφή